Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Η Φτέρη

Μια φτέρη είμαι
καιρό
απ' τον αέρα δέρνομαι
απ' τις σταγόνες πνίγομαι
αισχρό
απ' το χώμα τυρρανιέμαι
κι η φωτιά κατάρες δίνει
γιατί ρίζες πια δεν έχω
και δεν ξέρω ν' αγαπώ

Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

Τα μάτια ενος...λύκου




Κάτι μάτια σκιάζουν τη θλίψη μου

μια θλίψη όλο "σ'αγαπώ"

που μετατρέπεται σε οργή



Τα μάτια άγρια μαρτυράνε

την ύπαρξη της κόλασης



κάτι μάτια...

λύκου

ενός λύκου που δε θέλει

ούτε καν να χιμήξει πάνω σου

να σε σκίσει

να γαβγίσει

όσα δε μπόρεσε ποτέ να σου ξεστομίσει



κάτι μάτια...

όλο αδιαφορία

για την ύπαρξή σου



Μάτια σα νύχια

Νύχια που σε τρυπάνε στα σωθικά

επίτηδες ή όχι



Το νύχι ως την καρδιά φτάνει

και μόνο με το χρόνο

θ'απομακρύνεται

σιγά σιγά

χωρίς ποτέ να φύγει εντελώς



Μ' έχουν τρυπήσει πολλές φορές βέβαια

πολλά νύχια...

πολλά μάτια...

πολλές καρδιές...

αλλά όσο αυξάνονται αυτές

άλλο τόσο αναρωτιέμαι

τι έκανα και τ' αξίζω όλ' αυτά

τι έκανα και τους διώχνω όλους απο κοντά μου...

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Λόγια

Λόγια του ανέμου τα λόγια μου
λόγια της σιωπής
μπαλόνια φουσκωμένα μέσα τους
μα στη ράχη τους κανείς

τι βάρος ν' αντέξουνε οι λέξεις;

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Ο δρόμος της μάθησης

Σήμερα το πρωί
μυρίζει διαφορετικά.
Απρίλιος μήνας.Τέλη.
Δε κελαηδούν τα πουλιά.
Τα χόρτα και τα δέντρα
μοιάζουν ξερά,
τραντάζονται στο φύσιμα
του ανέμου σα να ξέρουν.
Σα να λένε το αντίο.
Το χώμα όμως μύριζε
τροφή γι' αυτά. Ζωή.
Σ' εμένα η μυρουδιά
θύμιζε βροχερές ημέρες.
Σύννεφα ορκισμένα
να μας φωτίζουν το δρόμο.
Κι εμείς εκεί να κουβαλάμε
συμπράγκαλα , χωρίς να
φανταζόμαστε καν
τι θα κουβαλήσουμε
στο μέλλον.
Χειρότερο...
Σε τρείς βδομάδες δίνω,
αγχώνομαι, τελειώνω.
Μα και τότε δε θα ξέρω
τι με περιμένει.
Ούτε θα φαντάζομαι.
Ούτε θ' ανυπομονώ.
Μάλλον θα 'ναι η μυρουδιά
που θα μ' αποσπά.
Διαφορετική.
Αχ και να μουν πάλι
στην αρχή του δρόμου...
26/4/2010

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Φόβος

Κοιτάζω ολόγυρα,
μα και πάλι δε βλέπω τίποτα.
Τα στενάκια άδεια, σκοτεινά,
δε μπορείς όμως να είσαι σίγουρος τι κρύβεται μέσα τους,
σωστά;
Περπατώ γρήγορα, σχεδόν τρέχω.
Φοβάμαι.
Σφίγγω τα κλειδιά στην τσέπη
για να θυμάμαι πως πρέπει
να γυρίσω σπίτι. Με περιμένουν.
Τα μανίκια είναι λίγο μακριά για τα χέρια μου.
Σχεδόν κρέμονται.
Καλύτερα.
Κανείς δε βλέπει πως οι γροθιές μου σφίγγονται
κρυμμένες στο μαύρο ύφασμα.
Κανείς δεν ξέρει πως μπορώ να χτυπήσω.
Μα και πάλι ο εαυτός μου με προδίδει.
Αναπνέω γρήγορα, κοφτά,
σα να στερεύω κάθε δευτερόλεπτο από οξυγόνο.
Άλλοτε πάλι μου φαίνεται οτι βαριανασαίνω.
Ο θόρυβος προδοτικός, πρόστυχος
βγαλμένος από κάποια ερωτική ταινία
όπου το ζευγάρι αναστενάζει την ώρα του έρωτα.
Μόνο που εγώ δεν έχω παρτενέρ.
Και φοβάμαι.
Όχι επειδή γι' αυτούς ανήκω στο ασθενές φύλο.
Όχι επειδή τα κλειδιά μου κουδουνίζουν
βγάζοντας έναν κάλπικο ήχο νομισμάτων.
Οι άνθρωποι δε σώζονται με ψίχουλα,
το ξέρουν.
Κι όχι επειδή είναι βράδυ.
Αλλά να,
είναι που είμαι εδώ,
αυτή την ώρα
μ' αυτά τα ρούχα
μ' αυτές τις σκέψεις
και δεν ξέρω τι θα πατήσει το πόδι μου
στο επόμενο βήμα.