Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

Πρωινή Δροσιά

Το ξυπνητήρι χάλασε, δεν εξηγείται αλλιώς. Δε μπορεί να 'μαι ξύπνιος από τις τρεις η ώρα το πρωί και να μη με παίρνει ξανά ο ύπνος. Πάει καιρός που έχω αϋπνίες, ναι, από τις έξι, από τις, πέντε, από τις τέσσερεις καμιά φορά ήμουνα στο πόδι, αλλά όχι, όχι κι απ' τις τρεις! Δε πάει άλλο, δεν αντέχεται! Ήρθαν τα γεράματα φαίνεται κι άρχισε η ζωή να μου παίρνει όλα όσα άλλοτε μου δωκε διπλά...μα όχι, όχι και τον ύπνο!

Με μια απότομη κίνηση έβγαλα την ελαφριά κουβέρτα από πάνω μου και κοίταξα ευθεία. Γι' άλλη μια φορά αντίκρισα κατάματα αυτό που απεχθανόμουν περισσότερο' μια κοιλιά να προεξέχει εμπρός μου, χωρίζοντάς με από εκείνο το πρησμένο σημείο που είχα ανάμεσα στα πόδια, ένα συναίσθημα με άλλα λόγια που κάποτε με γέμιζε, μα πλέον όλο φούσκωνε και απομακρυνόταν..Κοίταξα το ταβάνι κι ένιωσα να πνίγομαι. Αέρα..λίγο αέρα ν' ανασάνω… Δεν έχασα καιρό. Με γρήγορες κινήσεις άφησα το ζεστό μου κρεβάτι και κατευθύνθηκα προς το σαλόνι. Άρπαξα τα τσιγάρα που είχα πάντα στο τραπέζι κι έριξα μια ματιά στο μεγάλο ρολόι του τοίχου. Κόντευε έξι το πρωί. Τα λεγα εγώ. Ακούς εκεί τρεις! Τίποτα δε γίνεται σωστά στις τρεις η ώρα..θα μου πεις τρεις και τρεις μας κάνει έξι...double score στη γκαντεμιά...μωρέ λες;

Μόλις άνοιξα τη μπαλκονόπορτα, ο ψυχρός αέρας με χαστούκισε με τα πολλά του χέρια, αλλά δε δίστασα να βγω..αέρα...λίγο αέρα, ν' ανασάνω... Το πακέτο με τα τσιγάρα ήταν σχεδόν άδειο και με μια απροθυμία έβγαλα άλλον ένα απο τους ελάχιστους φίλους που μου είχαν απομείνει. Ώσπου να το βάλω όμως στο στόμα μου διαπίστωσα ότι είχα ξεχάσει μέσα τον αναπτήρα...ρε γαμώ την γκαντεμιά του έξι! Ξεχνάς και τα βασικά σαν σε παραπλανεί η ώρα...μα όχι, δε θα ξανάμπαινα μέσα...λίγο αέρα..λίγο πιο πέρα απο δω ν' ανασάνω...Το λιμάνι μπροστά μου εκτεινόταν σε ένα τεράστιο μισοφέγγαρο γης, όπου μέσα του σχηματίζονταν άλλα μικρότερα μισοφέγγαρα απο καΐκια και κότερα ..και πιο πέρα η θάλασσα. Ο ήλιος ακόμη να φανεί. Ποτέ δε τον άφηνα να με ξυπνήσει με τις αχτίνες του. Πάντα εγώ ξυπνούσα για να τον δω ν' ανατέλλει, αφού πρώτα χόρταινα τη νύχτα...Και να, σήμερα δεν ήμουν ο μόνος που το έκανε.





Στη μεριά του λιμανιού, δίπλα στο μόλο περπατούσαν δυο νεαρές γυναίκες σιγοτραγουδώντας...ήταν αγκαλιασμένες ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν και σε κάθε βαρύ τους βήμα ανέδιδαν ένα άρωμα νιάτων...ποτού...έρωτα και ξεγνοιασιάς...


-Βαρέθηκα το περπάτημααααα...γιατί μ' έκανες να περπατήσω τόσο δρόμο;!
-Φτάνουμε, Βίκυ...εδώ, λίγο πιο πέρα μένω...και εδώ κοντά έχει μια στάση να πας σπίτι σου..νομίζω τη βλέπω...
-Όλο κοντά και κοντά, ρε μωρό...ακόμα εδώ είμαστε στο ίδιο σημείο!
-Μα έτσι σου φαίνεται! Είσαι μεθυσμένη!
-Αφού το ξέρεις, επίτηδες με ταλαιπωρείς κακούργα;;!
-Εγώ εσένα; Ε,ποτέ...

Ξαφνικά κι ενώ ως τότε δε φαινόταν ψυχή τριγύρω, εμφανίστηκε απο το πουθενά ένας άνδρας που με αρκετά γρήγορο βήμα διέσχισε το δρόμο και κατευθύνθηκε προς τη μεριά του λιμανιού και των δυο γυναικών. Ναι, το ξημέρωμα ήταν ψυχρό, ακόμη και το καλοκαίρι μερικές φορές, αλλά αυτός τι διάολο ήθελε και φορούσε καμπαρντίνα;; Μυστήρια πράγματα...Μόλις πλησίασε αρκετά κοντά σταμάτησε. Οι κοπέλες αν και πιωμένες τον πρόσεξαν αμέσως και τον κοίταξαν' με έκπληξη η μια, με καχυποψία η άλλη.. Και να σου! Κουκου!! Άνοιξε η καμπαρντίνα!


Οι κοπέλες δεν πίστευαν στα μάτια τους....η πρώτη κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα τον επιδειξία γεμάτη έκπληξη, σχεδόν φόβο, ενώ η άλλη δε φάνηκε να εντυπωσιάζεται. Ο τύπος φυσικά κοιτούσε αχόρταγα μόνο την πρώτη. Η δεύτερη που συνήλθε πιο γρήγορα άφησε την αγκαλιά της άλλης κοπέλας και κατευθύνθηκε προς τον mr κουκου!


-Ει...χαχα..έτσι, ε; Άντρας με τα όλα σου! Χαχα! Για έλα δω!Όχι έλα δω σου είπα! Έλα να σε βγάλω μια ωραία φωτογραφία να 'χουμε να δείξουμε στην αστυνομία! Τ' ακούς, στην αστυνομία!! Ελα δω, ρε πού πας;! Περίμενε! Μια φωτό ρε φίλε, να χουμε να θυμόμαστε, όχι τίποτ' άλλο!

Ο τύπος είτε πίστεψε τα λόγια της, είτε όχι, έκλεισε την καμπαρντίνα και σε 10 δεύτερα είχε γίνει καπνός! Καπνός.....Η κοπέλα τώρα γέλαγε σαν υστερική.


-Χαχαχαχα...έλα δω ρε!! Θα σε κάνουμε πρωτοσέλιδο!
-Πας καλά; Τι του πες; Κι αν μας χτύπαγε;
-Ποιός;! Αυτός ο χέστης;;! Χαχαχαχα...είδες πώς έτρεχε;;!
-Πώς;!
-Σα χεσμένος!! Ρε, το μαλάκα..!
-Είναι που του είπες για αστυνομία...
-Ποιά αστυνομία;;! Αααααα...η αστυνομίααααα! Βρε την αστυνομίααααα ....αλήθεια τι κάνει τώρα;;! Τον Πάσαρη δεν ψάχνει;!
-Μα ....αυτός δεν είναι Ρουμανία;
-Γι' αυτό τον ψάχνει!! Αχαχαχαχαχα..
-Με τρομάζεις, Βίκυ...ξεκόλλα!
-Ηηηη....φοβάσαι;;! Είσαι κότα!!
-Γιατί, εσύ δε φοβάσαι; Πριν δε φοβήθηκες;

Η άλλη φάνηκε να σοβαρεύεται για λίγο και αφού αγκαλιάστηκαν ξανά, οι κοπέλες συνέχισαν το περπάτημα.

-Εμ.....όχι, δε φοβάμαι! Ξέρεις γιατί;!
-Γιατί;
-Γιατίιιι....γιατί αν έπρεπε να φοβηθώ αυτόν το μάπα.....θα πρεπε να φοβάμαι όλο τον κόσμο!! Κι αν φοβάσαι όλο τον κόσμο..δεν έχεις ζωή, μωρό...δεν έχεις. Τούτος ήταν το λιγότερο!
-Και η αστυνομία;!
-Ποιά αστυνομία; Αααααα...η αστυνομίαααα! Απαπαπαπα......
-Και γιατί του πες τότε για αστυνομία;
-Αστυνομία και αστυνομία...για να τον δω να χέζεται του πα για αστυνομία! Έτσι είναι όλοι....χέστηδες! Άμα βρεις πραγματικό άντρα σφύρα μου..
-Ακόμη και στην αστυνομία;
-Τελικά σπας αρχίδια, μικρή...δε το συζητώ....αφού σου λέω ψάχνουν τον Πάσαρη ακόοοοοομα!!
-Εντάξει, εντάξει...αλλά γιατί γελάς;
-Γιατί αν δε γελάσω τώρα, πότε θα γελάσω;;!
-Μα...τώρα; εδώ;;! Ο άλλος μας δείχνει τα τέτοια του και συ γελάς;
-Ε, τι θα πρεπε, να κλαίω;;! Γιατί δεν έχω ξαναδεί;! Ααααα...εσύ κοκκίνησες..σε βλέπω!!
-Κόψε χοντρή! Που σε κουβαλάω μια ώρα! Που μιλάς κιόλας! Καλύτερα να κανες κανένα βηματάκι πιο πέρα, μπας και φτάσουμε στη στάση. Αλλά βέβαια...είναι που χεις γίνει φέσι!
-Αν δε γίνω τώρα...πότε θα γίνω;;!
-Καλά...αμα το πας έτσι εγώ θα γίνω δολοφόνος...να γλιτώσω απο σένα μια και καλή...

Η άλλη ξέσπασε σε γέλια.

-Τιιι;! Όοοοοχι.....Να γλεντάς...χαχα...να γελάς..ν' αγαπάς..να πονάς...και να συνεχίζειιιις! Αυτή είναι ζωή!! Να κάνεις τη ζωή σου χωρίς να κάνεις κακό σε κανέναν...
- Μα, δε λέει.....δεν είναι σωστό...δε γίνεται αυτό..
-Γιατιι;;!
-Και μόνο που σκέφτομαι οτι κάπου εκεί..οι άνθρωποι του τρίτου κόσμου υποφέρουν...πεθαίνουν...και ξέρω οτι πίσω απ' όλους τους παράγοντες κρύβομαι εγώ...όχι...δε μπορώ να κάνω απλώς τη ζωή μου..
- Ει, ει..τι τσαμπουνάς;;! Μα δε σε καταλαβαίνω καθόλου!Τόσο πολύ ήπιες κι εσύ;!

Η άλλη έδειξε υπομονή, αν και η ίδια ένιωθε οτι πλέον δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά....

- Το ξέρεις οτι κάθε στιγμή που εμείς απλά αναπνέουμε.....πεθαίνουν χιλιάδες άνθρωποι;;!

Η κοπέλα με το όνομα Βίκυ ξέφυγε απο την αγκαλιά της. Για πρώτη φορά άνοιξε τα μάτια της διάπλατα, λες και άρχισε να συνέρχεται απο μια βαθιά ύπνωση και προσπάθησε να στηριχτεί στα πόδια της.

-Αφού πεθαίνει τόσος κόσμος, γιατί ακόμα είμαστε 7 δις, πόσοι είμαστε τελοσπάντων;;! Και μετά σου λέει υπερπληθυσμός!
-Ρε, καταλαβαίνεις τι σου λέω;;!
-Αυτό που ξέρω...και καταλαβαίνω...είναι οτι...ό,τι κι αν κάνεις δε μπορείς να τους σώσεις όλους....απλά δε μπορείς, μωρό!! Πώς ξέρεις οτι θ' ανταμειφθείς γι' αυτό; Πώς ξέρεις οτι θα το εκτιμήσουν οι άνθρωποι που έσωσες; Και μετά το φουντάρισμα τι γίνεται;;! Και όχι, μη μου λες πάλι για Παραδείσους και τέτοια...με το λίγο μυαλό που έχω σου λέω πως δεν τρελάθηκα! Ζήσε με τη συνείδησή σου ήσυχη..και άμα στο λέει η καρδιά σου βοήθησε και κανένα συνάνθρωπο! Τότε σίγουρα θα πας στον Παράδεισο! Αλλά μη μου λες για παιδάκια που πεθαίνουν και τέτοια..όχι γιατί δε το αντέχω...αλλά γιατί ξέρω....πως όταν ταγκλάρουμε απο αυτό το γαμημένο κόσμο όλοι θα βρουν το δίκιο τους! Όλοι! Οπότε...άσε να ζήσω...μια ζωή την έχω...άσε με να ζήσω...μη φτάσω τα γεράματα και ...

Εκείνη τη στιγμή άρχισε να βήχει. Το..."μωρό" την πλησίασε και την κράτησε απο τη μέση, αν και ευχαρίστως θα ήθελε να την αφήσει εκεί επιτόπου, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να ακούει τις βλακείες της.Γιατί αυτό δεν ήταν;Ένα σωρό απο βλακείες μιας μεθυσμένης που δεν ήξερε καν τι συζητάνε...;;!

-Είσαι καλά;
-Ήπια! Πώς θες να μαι;!
-Είσαι θεότρελη...
-Γι' αυτό με πας...γιατί η τρέλα μου φτάνει και για τις δυό μαααααας!
-Ναι πως..
-Και γω σε πάω! Γιατί είσαι πολύ αθώα! Είσαι μωρό! Δεν ξέρεις τίποτα για τον κόσμο...
-Και δε θέλω να τον μάθω!.. απο σένα τουλάχιστον...
-Όοοοοοοοοχι...εσύ θα τον μάθεις θες δε θες! Το τι γνώμη θα πάρεις όμως μετά είναι στο χέρι σου! Να παραμείνεις μωρό...κι όποτε θες...εγώ είμ' εδώ για τους επιδειξοτέτοιους..καιιιι.. για κανα ποτηράκι ακόμα!
-Καλά, το κλείσαμε απο τώρα!


Κι ενώ ξανάρχισαν το περπάτημα, μετά απο λίγη ώρα, η κοπέλα που είχε περισσότερο τις αισθήσεις της και οδηγούσε την άλλη που πάλι περπατούσε με τα μάτια μισόκλειστα φώναξε με ενθουσιασμό.


-Αααα...να μαστε! Δόξα το Θεό φτάσαμε!
-Ποιός Θεός;!
-Στη στάση λέω..φτάσαμε! Σε αφήνω εδώ στο παγκάκι, ok; Είπες οτι είχες το κουπόνι μέσα στην τσάντα σου...Μόλις δεις ένα μεγάλο αμάξι σα φορτηγό, έμπα μέσα, ναι;! Και μη κοιμηθείς!
-Μα, αυτό το αμάξι το μεγάλο το ξέρω...λεωφορείο είναι! Με περνάς για χαζή;;! Αφού έχει και χρώματα!
-Ναι, ναι...πρέπει να την κάνω, εντάξει; Άντε γεια!
-Να τα ξαναπούμε, έτσι;! Μη χαθούμε!! Και πού σαι;;! Πρόσεχε!!
-Μη μου λες τέτοια...τρέχω σπίτι!
-Μη φοβάσαι μωρόοοο....εδώ είμ' εγώωωω....

Και ξεράθηκε.




Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου με λύπη καθώς ανέπνεα τον αλμυρό αέρα της θάλασσας. Τώρα δε μου 'χε απομείνει τίποτα ν' ακούω, τίποτα να βλέπω απο αυτή την υπέροχη δροσιά της πρωινής ώρας....οι κοπέλες ήταν πλέον κάτι μικρές κουκιδούλες στον ορίζοντα και η στάση δε φαινόταν καν στην άλλη άκρη του μικρού μου μισοφέγγαρου....Όλα στάχτη στα μάτια μου. Στάχτη μιας φωτιάς που πιθανόν έκαιγε μόνο στο μυαλό μου καθώς προυπαντούσα τις πρώτες ώρες της καινούριας ημέρας...Μα εγώ δε την έβλεπα. Ούτε τον ήλιο ένιωθα να καίει τους χτύπους μέσα μου. Μάλλον είναι που εγέρασα πια κι όλα μου φαίνονται καπνός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου