Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Μια ιστορία για...νέους, γέρους και παιδιά!

....Μπιιιιιιιιιιιιιιιπ......

-Πού πας έτσι ρε, μαλάκα;;;!
-Εσύ είσαι γκαβός και μαλάκας μαζί!!! Αφού έχεις στοπ, δε βλέπεις;;
-Εγώ έχω στοπ ή εσύ είσαι μαλάκας;
-Δε θα τα χαλάσουμε εδώ! Είσαι και πολύ ΜΑΛΑΚΑΣ!!
-Ρε, άντε και .....


Πωπω...κάτι τέτοιες εποικοδομητικές συζητήσεις ακούω κάθε μέρα από τους οδηγούς στο δρόμο...όλο βρίζονται και βρίζονται...και να πεις ότι βρίσκουν άκρη, πάει στο καλό! Αυτοί θα σκυλοβριστούν και μετά θα την κάνουν σαν κύριοι....τι να πεις...την ίδια μοίρα περιμένω κι εγώ μάλλον...μάλλον;;! No way!!! Αnyway, δε θ' ασχοληθώ μ' αυτό τώρα...τα νεύρα μου είναι ήδη κρόσσια....

Ήταν οχτώ η ώρα το βραδάκι και σχεδόν δεν έβλεπα την τύφλα μου από το σκοτάδι γύρω μου. Μόλις είχα εκπληρώσει μια υποχρέωση (από αυτές που βασανίζουν πολύ έναν έφηβο!) και περπατούσα στο δρόμο ψάχνοντας την ταμπέλα με τη στάση του λεωφορείου. Φυσικά, δεν ήμουν νευριασμένη γι' αυτό....

Λίγο νωρίτερα, καθώς διέσχιζα τους δρόμους, συνάντησα δύο μικρά μελαχρινά αγοράκια, τα οποία μόλις με είδαν τσιτώθηκαν και αντέδρασαν πολύ παράξενα! Στην αρχή γέλασαν χαζοχαρούμενα και μετά απο μερικές ανταλλαγές βλεμμάτων, με ακολούθησαν. Σαν επιτάχυνα το βήμα μου, το επιτάχυναν κι αυτά. Μόλις σταματούσα για να τα κοιτάξω, σταματούσαν κι αυτά και κοίταζαν δήθεν αλλού. Στη συνέχεια, αδιαφόρησα πλήρως. Ήταν απλά...παιδιά!!! Παρόλ' αυτά, οι σκέψεις μου γρήγορα άλλαξαν, όταν ένιωσα ένα μικρό χέρι να χουφτώνει τον πισινό μου και γυρίζοντας, είδα το ένα αγοράκι να κάνει κύκλους γύρω μου με μερικές..."εφόδους" ακόμη. Το ίδιο βιολί άρχισε να κάνει και το άλλο παιδάκι, με μερικές αποτυχίες βέβαια στα χουφτώματα που κατέληγαν σε σπρωξίματα με αποτέλεσμα να μου σπάνε ακόμα περισσότερο τα νεύρα! Αυτά είναι απλά...παιδιά;;;!

- Λοιπόν, ε, κόψτε!!
-Χαχαχα...

Τα αγοράκια γέλαγαν τώρα συνεχώς, αν κι εγώ κάνοντας την αδιάφορη συνέχισα το δρόμο μου. Το ίδιο έκαναν κι αυτά, φυσικά, ώσπου ξαφνικά, το ένα απο αυτά με σταμάτησε και με τάχα ντροπαλή αθωότις μου ξεφούρνισε:

-Ε, κοπελιά! Αυτός εδώ θέλει να σε πηδήξει!! Έλα!! Σε περιμένει!! Έλα μωρέ!!

Το άλλο βλαμμένο γέλαγε σα χάχας. Εγώ και πάλι δεν είπα τίποτα...Απλά τους έριξα ένα άγριο (υποθέτω) βλέμμα κι έφυγα. Ευτυχώς δε με ακολούθησαν ξανά. "Γυφτάκια"σκέφτηκα. "Και να φανταστείς ήταν πιο κοντά από μένα!! Στοίχημα ότι δεν ήταν πάνω από δέκα...Βρε, τα παλιόπαιδα!!"

Σε λίγο έφτασα στη στάση του λεωφορείου. Ο συγκεκριμένος δρόμος, αν και αρκετά μεγάλος, ήταν πολύ σκοτεινός και τα φώτα στις κολόνες ήταν θαμπά (να μη ξεχάσω να κάνω παράπονα στο δήμο!), ενώ αυτοκίνητα περνούσαν ελάχιστα...Η περιοχή έρημη, μόνο εγώ έκανα φασαρία (διότι όντως φασαρία μου φαινόταν) με τα παπούτσια μου καθώς βημάτιζα. Ξαφνικά, κι ενώ ως τότε δεν είχα δει κανέναν εκεί, άκουσα μια σιγανή φωνή να με καλεί από πίσω μου από τη δεξιά μεριά:

-Ει...μωρό....

"Ωχ, αυτό μου έλειπε τώρα...τι μου έχει πει η mother; Σε κάτι τέτοιους δε γυρίζουμε, ε; Δε γυρίζουμε...." Έτσι, παρέμεινα ψύχραιμη με γυρισμένη πλάτη στον..."τέντυ μπόι"

-Ει...μωρό...δε μας μιλάς; Γιατί, μωρέ, σε πειράξαμε;

Σιωπή.

-Έλα, μωρέ...να σε ρωτήσω θέλω, μωράκι....δε θα σε βιάσω κιόλας!
-Αυτό έλειπε!

Η φωνή μου βγήκε αυθόρμητα απ' τα χείλη μου, χωρίς να έχω σκεφτεί καν τι να πω. Ένας φόβος άρχισε να με πλησιάζει από την πλευρά που ακουγόταν εκείνη η φωνή και (για να μη μου 'ρθει καμιά αδέσποτη από τον άγνωστο και πέσω τέζα) γύρισα να δω ποιός μου μιλούσε.

Τι το θελα και το κάνα;;;!!! Παπαπαπα...αίσχος!! Ήταν ένας παππούλης κοντά στα 70, όχι και πολύ ψηλότερός μου (ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε στο σκοτάδι), με μαγκούρα και κάτι τεράστια κουκουβαγίσια γυαλιά μυωπίας (καλά, μόδα το καναν τα ΚΑΠΗ;!) Η έκπληξή μου ήταν ολοφάνερη.

-Κλείσε το στοματάκι σου, μικρούλα, μη σου μπει τίποτα εκεί μέσα...

Κατάλαβα το μάλλον πρόστυχο υπονοούμενο του γέρου, αλλά δεν είπα τίποτα...εκείνη την ώρα...σκεφτόμουν!!! "Ήρθε η ώρα! Εμπρός! Βγάλε τον θυμωμένο οδηγό που κρύβεις μέσα σου, αυτόν που βλέπει τον άλλο να παρανομεί και σκυλοβρίζει, αυτόν που δε φοβάται να τα σπάσει όλα για χάρη του Νόμου, αυτόν που θα πει κι ένα "μαλάκας" παραπάνω, αυτόν...." Αλλά τίποτα. Σιωπή. Το στομάχι μου είχε αρχίσει να ανακατεύεται.

-Θα μου απαντήσεις ε;
-Τι θέλετε;
-Έρχεσαι να σου δείξω κάτι; Δεν είναι τίποτα, μην ανησυχείς!! Δεν πειράζω εγώ κανέναν, πειράζω; Μόνο η φατσούλα σου μ' αρέσει πολύ...

Του γύρισα την πλάτη.

-Έλα, τώρα..τι είπα; κάτι κακό; Μωρέ, σε πειράζω; Να σε δείξω θέλω!! Έρχεσαι λίγο να σε δείξω;;!

Σιωπή.

-Υπάρχει κάτι που δεν έχεις ξαναδεί; Θα τρομάξεις; Σε πείραξα μωρέ;

Πάλι σιωπή. Ο γέρος σώπασε για λίγο κι αυτός. Πιθανόν να ήθελε να με προκαλέσει. Έτσι, αφού με πλησίασε λίγο ακόμα (άκουσα τα βήματά του) είπε με μάλλον ειρωνικό ύφος:


-Τι έγινε, μωρό; Θα 'ναι η πρώτη σου φορά;
- Εσένα θα 'ναι η τελευταία σου έτσι και μ' ακούμπησες, κωλόγερε! Σα δε ντρέπεσαι ....στο διάολο!!

Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Δεν ξέρω τι τον πείραξε πιο πολύ... η απειλή της γέρικης σωματικής του ακεραιότητας; το οτι τον διαολόστειλα; το κωλόγερος; ή μήπως το "γέρος" πιο πολύ απο το "κωλό" (ε, αμ τον έθιξα τώρα με την ηλικία του!) Πάντως ο γέρος, μετά απο λίγα δευτερόλεπτα πρέπει να έφυγε...δεν ξέρω προς τα που πήγε, αλλά έφυγε, απο τα δεξιά, απο κει που 'ρθε δηλαδή...

Σιωπή πάλι. Κι ενώ έριχνα συνέχεια λοξές ματιές γύρω μου (μπας και μου επιτεθεί ο ανώμαλος δολοφόνος με τη μαγκούρα και μου ανοίξει το κεφάλι στα δύο), κάτι αυτοκίνητα διέσυχσαν τώρα το δρόμο...τα δυο πρώτα πέρασαν πολύ γρήγορα, σχεδόν δεν τα είδα..το τρίτο άρχισε να επιβραδύνει..όταν πέρασε απο μπροστά μου, μπόρεσα να δω τον οδηγό...τα φώτα στο αμάξι ήταν ανοιχτά και διέκρινα έναν νεαρό με όμορφο πρόσωπο να με κοιτάζει με βλέμμα παγωμένο και κοφτερό...Για να το αποφύγω (μιας και άρχισα να νιώθω περισσότερο κρύο στο σώμα μου) κοίταξα λίγο πιο κάτω απο το πρόσωπο του, στη θέση του συνοδηγού και κοκάλωσα..Σ' εκείνη τη θέση, είδα κάτι σύριγγες, πολλές σύριγγες με τις βελόνες τους, χωρίς όμως να είναι σε σακούλα ή κάτι παρόμοιο..εκείνη τη στιγμή πάγωσα για τα καλά, δεν ένιωθα καν τα πόδια μου, αλλά το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς, έκανε ένα σωρό συνειρμούς με τις σύριγγες όπως τα ναρκωτικά ή τους ψυχικά ασθενείς που κάνουν ενέσεις για να ηρεμήσουν ή τις χρησιμοποιούν για διάφορους άλλους σκοπούς...κι αυτός είχε ήδη παρκάρει το αυτοκίνητό του λίγο πιο μπροστά απο μένα και αφού βγήκε έξω, άρχισε να με πλησιάζει με γρήγορο βήμα...

-Ξέρεις κανένα φαρμακείο εδώ κοντά; Δεν ξέρω...πρέπει να υπάρχουν κάπου εδώ φαρμακεία...δείξε μου!!

Μα εγώ δεν άκουγα τίποτα πια...Είχα μείνει στήλη άλατος..το μόνο που θυμόμουν τώρα ήταν τα δυο προηγούμενα περιστατικά και η ταραχή μου μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Τον κοίταξα με μάτια που φανέρωναν άνθρωπο διαταραγμένο!

-Μη με πλησιάζεις!
- Άκου! Η γυναίκα μου δεν είναι καλά! Χρειάζομαι επειγόντως ένα φαρμακείο! Είναι άρρωστη!! Ξέρεις κανένα φαρμακείο εδώ κοντά;

Επίτηδες ή πάνω στην ταραχή του με πλησίασε ακόμη περισσότερο και μου έπιασε το χέρι..τόσο κρύα η παλάμη του...

-Έλα μαζί μου...πρέπει να μου δείξεις!!
-Άσε με, θα βάλω τις φωνές!
-Μα, πρέπει να μου δείξεις!!!
-Παράτα με!

Ο άντρας δεν ξαναμίλησε. Βλέποντας τη συμπεριφορά μου, άρχισε να απομακρύνεται με την όπισθεν με αργά, αλλά σταθερά βήματα, κοιτάζοντάς με στα μάτια με μια έκπληξη και αυστηρότητα μαζί, αλλά και με λύπη, μια λύπη που θόλωνε το βλέμμα του, ενώ εμένα με στοίχειωνε όλο και περισσότερο, βαραίνοντας την ψυχή μου λες και μόλις έκανα κάτι τρομακτικό, απάνθρωπο. Όταν συνήλθα κάπως και αντιλαμβανόμουν τι εστί κουκί, εκείνος είχε ήδη φύγει με το αυτοκίνητό του, απλά, σαν να μην συνέβη τίποτα. Σε λίγο ήρθε και το λεωφορείο...

Μπήκα μέσα πανικόβλητη...σκεφτόμουν τα πάντα κι όμως οι σκέψεις μου ήταν κενές, άδειες...θυμήθηκα τα παιδιά....τον παππούλη...τον άντρα...Και τι ένιωθα; Για τα παιδιά ένιωθα θυμό...ήταν μόνο παιδιά, αλλά η οργή μου δεν ελαττωνόταν διόλου. Για τον γέροντα που μου την έπεσε ένιωθα αηδία, μια απερίγραπτη φρίκη...για τον άντρα ένιωθα απλά..λύπη! Ήταν σκοτεινά, αλλά ορκίζομαι οτι την είχα είδα τη θλίψη στα μάτια του κι έλεγα "Θεέ μου, πώς μπόρεσα; Ας έλεγα οτι απλά δεν ήξερα κανένα φαρμακείο εκεί κοντά..την αλήθεια...οτι δεν γνώριζα την περιοχή εκείνη καλά..και ίσως τις σύριγγες να τις χρειαζόταν πράγματι για τη γυναίκα του, τη στιγμή που το μυαλό μου τόσο ανόητα κάλπαζε σε άλλα σκοτεινά τοπία....Ας ξέχναγα τα νιάνιαρα και τον άλλο, τον γκαβούλιακα...επειδή αυτοί με πλησίασαν με αυτόν τον "κακό", τον πρόστυχο τρόπο, δεν σημαίνει οτι και ο νέος είχε κάτι στο μυαλό του..ίσως, απλά, σαν άνθρωπος ζητούσε πραγματικά βοήθεια...μα, ναι...είπε κάτι για τη γυναίκα του...ίσως ήθελε μόνο βοήθεια, απλά βοήθεια απο έναν άλλο άνθρωπο...






Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου