Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

The prisoner of Azkaban

Λευτεριάς πνοή

σκλαβώνει τα μάτια μου

δάκρυ ελπίδας

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

Ίσως για μένα



Κι όλο ακούω
κι όλο σωπαίνω
ή απαντάω σ' ό,τι ρωτούν
κι αυτές συνέχεια αρρωσταίνουν
ή πότε πότε με φιλούν'
κι όλο ακούω, χωρίς να τραγουδώ.



.........





Ξέρω.
Φτηνοί στίχοι φωλιάζουν
στα σπλάχνα μου κι η ελπίδα
πως κάτι καλό θα μπορούσε
να γεννηθεί στη μήτρα τους σιωπά.

Αλήθεια, θέλω να σας μιλήσω, μα δε μπορώ.





"Νιώθεις μοναξιά; Ε, λοιπόν.....μη λυπάσαι...ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ"



Για τον κ.Α

Πίσω από το μικρό, τετράγωνο παράθυρο
αφουγκράζομαι ψυχές.
Όλες βαράνε φιλικές,
μα πίσω από τ' αλλήθωρο το μάτι τους
όλες κρύβουνε τη νύχτα.


.....




Μα να, τώρα κι άλλη ψυχή μου γδύνεται
σα στάλα φαντάσματος ροδιού
που έχει σπάσει προ πολλού
στο πεζοδρόμιο...
Την άκουσα για πρώτη φορά
να μου μιλά με γράμματα και βήματα μπλαβιά
και τότε, πιστέψτε με, την ένιωσα
ακούμπησα τις λύπες της στις νότες των αυτιών μου'
και από τότε ήθελα απλά να ξανακούσω
για να πατάω πάνω της τις νότες της ψυχής μου,
μα δε νομίζω να μ' άκουσε ποτέ να τραγουδώ...





"ΝΙΩΘΩ ΤΟΣΟ ΜΟΝΟΣ ΜΕΣΑ Σ' ΟΛΑ ΑΥΤΑ! "


Λένα (μέρος 2ο)

(συνέχεια)




Πράξη τρίτη: το τετράδιο


Τα λεπτά κυλάνε γύρω μου, μα εγώ παραμένω ακόμη στο πρώτο δευτερόλεπτο της σκέψης μου. Το τετράδιο με το καταμαυρο μολύβι με φωνάζουν απελπισμένα, μα εγώ λυπάμαι που δε μπορώ ούτε να τ' ακουμπήσω. Σιωπή βαραίνει τα σπλάχνα μου και με κατατρώει. Τι να τους πω; Οι τελευταίες απογοητεύσεις μ' έκαναν ένα βουβό κι ανίδεο ον που δε νοιάζεται για τίποτα, γιατί πολύ απλά δεν έχει μέσα του τίποτα. Πώς να γράψεις με το τίποτα; Ο χειρότερος σύντροφος. Ακόμη κι ο πόνος, ο φόβος και η απόγνωση σε συντροφεύουν για λίγο, μα αργότερα αποδεικνύονται σπουδαίοι τροφοί της τέχνης! ή έστω της δημιουργικότητας. Το τίποτα όμως, παράγει το τίποτα. Κάποιοι λένε...οτι απο το τίποτα παράγεται το πάντα..αρκεί να έρθει η στιγμή. Δεν ξέρω. Το κεφάλι βαραίνει απο τις θλίψεις κι ο εχθρός καραδοκεί. Πρέπει.




Πράξη τέταρτη:το μπάνιο


Μια τελευταία ζεστή αγκαλιά ζητάω,τίποτ' άλλο. Σαπουνίζω το σώμα για να ναι καθαρό στη μικρή βόλτα που του επιφυλάσσω, έστω κι αν στη συνέχεια δε θα 'ρθει μαζί μου. Ας είναι. Έτσι κι αλλιώς δε μου άρεσε. Απο τότε που πάτησα σε τούτο το κακοτράχαλο κι επικίνδυνο σκαλί δε μ' άρεσε τίποτα πάνω μου.Βλέπεις, φαίνεται οτι δεν έβλεπα ν' αρέσει και σε κανέναν άλλο κι αυτό με χτυπούσε κατάστηθα. Έτσι, ίσα ίσα δεν έβλεπα την ώρα να ξεφορτωθώ αυτό το άθλιο σώμα μαζί με κάτι άλλο, ακόμα πιο σοφό και πανούργο.


Το άρωμα του σαπουνιού με έπνιγε, η γεύση του γλίστραγε στο στόμα.Άνοιξα το μικρό παραθυράκι για να μπει λίγος αέρας ν' ανασάνω. Το πρόσωπο γυάλιζε απ' το νερό που άφθονο κυλούσε πάνω του, αλλά ένιωσα κάτι πιο καυτό να ρέει στα μάγουλα. Η μικρή γειτόνισσα φιλούσε απέναντι στο δρόμο το φίλο της κι ο τελευταίος έκοψε ένα μπουμπουκάκι απο το δέντρο και της το χάρισε. Κι ύστερα πάλι φιλί. Κι ύστερα δάκρυα. Δεν είναι ζήλεια, ούτε κακία. Είναι που ο έρωτας δεν άγγιξε ακόμα τη δική μου καρδιά, ούτε το σώμα μου κι ας με καίει σα φωτιά τα τελευταία καλοκαίρια. Ας είναι. Το δειλινό ψιθυρίζει ερωτικές νότες στ' αυτιά τους. Ναι, θα λάμψει ο έρωτας κι απόψε, αλλά μόνο για κείνους. Ας είναι.




Πράξη Πέμπτη: βόλτα


Δε με άφηναν να βγω τέτοια ώρα στο σκοτάδι, αυτό είναι σίγουρο, αλλά εαν τόσο καιρό είχαν στραγγίσει κάθε σταγόνα της άμυνάς μου, το πείσμα μου τους έφτανε μόνο για επίθεση. Θα ψάξουν, το ξέρω, το αίμα τους θα πιούν για να βρουν κάτι, μα δε θα καταφέρουν τίποτα. Εγώ κοντεύω τώρα στου "Ηρακλή" κι εκεί δε θα με βρουν. Ο "Ηρακλής" είναι Παρθενώνας, ο "Ηρακλής" είν' εκκλησιά που σε φυλάει και δε μαρτυρά τους πονεμένους. Στο μεταξύ σκέψου.




-Σας βαρέθηκα. Μια μέρα θα πάρω το παιδί και θα σας αφήσω.

-Θα τα πάρω μια μέρα και θα φύγω. Θα σας αφήσω στη βρώμα να ψοφάτε.

-Γουρούνι

-Μαλακισμένο.

-Τίποτα δεν ξέρεις...όχι τίποτα

-Τίποτα δεν ξέρεις να κάνεις.

-Κλείσε το στόμα σου.

-Τι θες να κάνουμε; Πάμε για παγωτό;
-Ό,τι θέλει εκείνη.
-Εσύ τι θέλεις να κάνουμε;
-Το μόνο που θέλω τώρα είναι να πάω σπίτι.
-Πάμε σπίτι;
-Πάμε!

-Δηλαδή τόσο καιρό αυτό γινόταν; Όσα έλεγες...τα έλεγες μόνο για να με διασκεδάσεις ως...φίλη;

-Θες να πεις οτι και μόνη σου είσαι μια χαρά. Σου αρέσει η μοναξιά. Είτε είμαι εγώ, είτε είσαι
μόνη το ίδιο κάνει. Άρα καλύτερα μόνη.

-Σε θέλω! Μ' ανάβεις.

-Ώστε εσύ ήσουν!

-Μιλάμε καιρό. Μόνο με μένα δε θέλεις να βγεις.

-Το μωβ πέπλο καλά κρατεί....

-Δεν αντέχω άλλο! Θ' αυτοκτονήσω!

-Μα δε σε κατηγόρησα για κάτι!

-Ως εδώ ήταν. Να σαι καλά. Γεια σου.

-Αν ψοφήσω εγώ, εσύ τι θα κάνεις, ηλίθια;

-Στις οχτώ η ώρα το πρωί πρέπει να σηκώνεσαι.

-Δεν ξέρω. Όταν τα διαβάζω μου θυμίζουν λιβάδια με λουλούδια..και μια κοπέλα στη μέση..καταλαβαίνεις; Είναι αγνά..πρέπει να τα δώσεις κάπου, μη τα κρατάς για σένα....


Ας είναι.




Πράξη έκτη:ο Ηρακλής


Ο "Ηρακλής" στεκόταν αγέρωχος και σοβαρός όπως πάντα και τολμώ να πω πιο πολύ με τρόμαζε αυτός παρά η πράξη που επρόκειτο να κάνω. Είτε το είδες, είτε όχι ήταν πόνος. Κι εγώ δεν αντέχω να πονάω. Άρχισα να προχωράω μέσα σιγά σιγά, αλλά με την πρώτη δόση φόβου που με κυρίευσε σταμάτησα. Κάθισα κάτω στο κατασκόταδο και θαύμασα το μέλλον. Ένα ερείπιο θα μας έχει μέσα του κι εμείς άγνωστοι μεταξύ μας απο παντού να τυραννιόμαστε. Μόνοι.Το μικρό μαχαιράκι που έβγαλα μου φαινόταν μπαλτάς κι ας το έβλεπα με δυσκολία, αλλά αυτό δε με πτοούσε. Είπαμε, δεν αντέχω να πονάω. Πήρα μια τελευταία ανάσα κι έκλεισα τα μάτια. Αν και πίστευα στο Θεό, τελευταία είδα οτι μερικοί δεν πιστεύουν καθόλου σε θρησκείες και Θεούς κι αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Τελικά...υπάρχει κάτι ανώτερο απο μας...ή δεν υπάρχει; Εκείνη την ώρα του αποχαιρετισμού μου ήρθε στο μυαλό ένας τύπος απ' τα λημέρια μου που είχε πει οτι ήταν μηδενιστής. Και φυσικά δεν πίστευε σε Θεό. Ανάθεμα κι αν ήξερα σε τι πίστευε. Τι θυμήθηκα τώρα...Πάντως να ξέρεις άνθρωπε, πως αν δω το Θεό θα τον παρακαλέσω και για τους δυο μας. Εμένα να με λυπηθεί...και σένα να μη σε ξεχνάει..να μη σ' αφήσει να κάνεις ό,τι έκανα εγώ. Τα μάτια άνοιξαν. Τα γόνατα λύγισαν κι έφτασαν τη γη. Τώρα ή ποτέ!



Masquerade...paper faces on parade...masquerade..hide your face, so the world will never find you...




Δεν ένιωθα καλά...καθόλου καλά. Ενώ το αίμα άδειαζε απο μέσα μου και γέμιζε σιγά σιγά τον τόπο γύρω, κάτι άλλο ταυτόχρονα με μάτωνε...με μάτωνε διπλά και τριπλά...πάλι πονάω...Δε μ' ένοιαζε τίποτα πια..απλά ήθελα να γυρίσω πίσω γρήγορα να δώσω ένα φιλί στο μικρό που ήξερα οτι δεν έφταιγε σε τίποτα...να του γράψω κάτι να με θυμάται...Άλλα τώρα πια ήταν αργά...δε θα προλάβαινα. Καλύτερα! Όσοι γεννιούνται για τέτοιες πράξεις, γεννιούνται για να πεθαίνουν!



Masquerade...paper faces on parade...masquerade....



Λένα




Το όνομά μου είναι Λένα Μουτεσίδου.


Παλιότερα ήμουν πολύ περήφανη που με έλεγαν Ελένη. Ελένη σημαίνει λαμπάδα, η λάμπουσα, αυτή που μοιράζει φως στους γύρω της. Κι αν είχα έστω και μια μικρή φλογίτσα μεσ' την καρδιά μου, ήθελα να τη μοιράζομαι με τους ανθρώπους γύρω μου, με τη γη, με τον ήλιο. Ήταν ένα όνομα για μένα, το όνομά μου. Αργότερα έμαθα ότι παιζόταν να με ονομάσουν Χριστίνα. Μπορεί και Δέσποινα. Δεν έχει σημασία. Τελικά δεν είναι τίποτα παρα ένα όνομα. Ένα συνηθισμένο όνομα. Ελένη.


Πράξη πρώτη:οι δουλειές


Από τότε που έμαθα να συμμαζεύω το σπίτι δεν υποφέρεται. Τα πιάτα, το σκούπισμα, το σφουγγάρισμα, ακόμη και η τοποθέτηση των αντικειμένων στη θέση τους είναι ένα σίχαμα για το σώμα, μια κατάντια απ' την οποία πάσχιζα να ξεφύγω κάθε μέρα. Δυστυχώς, όταν σου επιβάλλουν κάτι, προσπαθείς να κάνεις οτιδήποτε για να το αποφύγεις, ίσως απλά και μόνο από αντίδραση. Δε βαριέσαι. Ό,τι αποφεύγει ο άνθρωπος τον κυνηγά διπλά και τριπλά, λες και η μοίρα του το επιβάλλει, λες και του παίζει ένα παιχνίδι. Και τελικά είτε το θέλει είτε όχι, εκείνος σκύβει το κεφάλι και υπακούει, αλλιώς τον περιμένουν κακοτυχίες και...αναποδιές! Εμένα πάλι με περιμένουν φωνές, απειλές και χαρακτηρισμοί που πληγώνουν. Κι έτσι είτε φταίω, είτε όχι δεν αντέχω τον πόνο, δεν αντέχω να πονάω. Ποτέ δεν πίστευα ότι πως τέτοια μικροπράγματα όπως οι δουλειές συμφιλιώνουν και δένουν οικογένειες όταν το χάδι και ο χρόνος που περνάτε μαζί λείπει. Φταίνε οι δουλειές. Φταίει οι κούραση. Φταίει η κούραση και οι σκοτούρες. Ίσως και να φταίει η μιζέρια ή ότι δε τα βρήκαν μεταξύ τους. Εγώ τους φταίω όμως; Υπομονή. Η τελευταία ντουζίνα πιάτα πλύθηκε Άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Σε προκαλώ.



Πράξη δεύτερη: ο καλύτερος φίλος



Έριξα μια ματιά στο σαλόνι. Το μικρό κοίταγε τηλεόραση πάλι και δεν ξεκολλούσε Καλύτερα. Ηρεμία. Οι άλλοι στη δουλειά. Καλύτερα. Ελευθερία. Ο υπολογιστής ανοιχτός. Ευτυχία! Ε΄να αχνό χαμόγελο φάνηκε στο τζάμι του παραθύρου καθώς πλησίαζα το γραφείο. Όλη τη χρονιά εδώ ήμουν. Ούτε σχολεία, ούτε διαβάσματα, ούτε κατευθύνσεις Βλέπεις, όταν δε σε ενδιαφέρουν και δε σε ζεσταίνουν τα καθημερινά και απαραίτητα πράγματα γύρω σου, ή έστω όλα όσα θα έπρεπε να σε ενδιαφέρουν για το μέλλον σου, δεν κάνεις τίποτ' άλλο απ' το ν' απέχεις απ' αυτά και να αφοσιώνεσαι σε άλλα μικρότερα πράγματα για να ξεγελάσεις τη νοημοσύνη σου. Να ξεγελάσεις εσένα. Και τώρα που όλα τελείωσαν, η ξεκούραση και η ξεγνοιασιά φαίνονται και πάλι σαν μια μακρινή όαση που ούτε καν μπορείς να πλησιάσεις. Διακοπές μηδέν. Δουλειές baby sitting και το λίγο διάβασμα που έχεις προγραμματίσει για του χρόνου συντροφεύουν το τελευταίο σου ξέγνοιαστο καλοκαίρι. Το καλοκαίρι της αθωότητας και του σχολείου. Μα, εσύ μη δέχεσαι τη δικαιολογία μου. Μη δέχεσαι καν εμένα. Ξέρω, ξέρω...δουλειές. Δε γίνεται αλλιώς.


Κοίταξα για λίγο το κινητό πάνω στο γραφείο. Κανένα μήνυμα. Καμιά κλήση. Η Όλγα δίνει εξεταστική τώρα...έτσι κι αλλιώς δε θα μ' έπαιρνε ποτέ μετά από την τελευταία μας κουβέντα...και οι..κολλητές τα ίδια..μετά τον τσακωμό αφήνουν το χρόνο να κυλάει για να γιατρέψει τις πληγές και για να σου αποδείξει γι' άλλη μια φορά το πόσο μόνοι είμαστε. Λέω να μπω στο msn. και λίγο στο...όχι. Είπαμε, δεν αντέχω να πονάω. Κι εκεί ένα ασήμαντο όνομα είμαι. Εξάλλου έφτασε ο πρώτος



-Ti kaneis mwraki mou?
-Kala...mia xara. Esy?
-Ola kala mwro. Moy eleipses ;)
-Kai mena. Alla mallon eixes douleies.
-Nai..kai ti douleies!
-De peirazei..cool.
-Cool? Oxi hot?
-....
-8es na paizoume kai simera?



Δεν έχω την όρεξή σου, φίλε...όχι σήμερα. Όσο κλεινόμουν σε ένα δωμάτιο και είχα μια οθόνη μπροστά μου, είχα όρεξη να κάνω οτιδήποτε, αρκεί να μιλήσω λίγο, να κάνω κάτι άλλο. Βλέπεις..εδώ ο καθένας είναι στο μικρόκοσμό του. Είτε σε κλειδώνουν σ' ένα δωμάτιο γιατί μάλωσες μαζί τους, είτε γιατί πολύ απλά δεν έχουν χρόνο (και φυσικά όρεξη) να ασχοληθούν μαζί σου. Έτσι, από κάποια στιγμή και μετά κλειδώνεσαι μόνος σου από συνήθεια. Λέω να γράψω κάτι τελευταίο και δω..



(συνεχίζεται)


ΧαΙκΟυ




Γαλάζια πένα

Πράσινο χαρτί γράφει

Κόκκινες φλέβες

φΛαΣιΕς


Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια


Η Μαρίνα των βράχων-Ελύτης




Και τι απέμεινε στο τέλος απ' το μικρό Σεπτέμβρη σου;
ο ήλιος σου έδυσε,ο ήλιος του έκαψε τα ρούχα σου
και τι απέμεινε να ζει;
κούτσουρο ξεροκαμένο απ'τα υγρά σου δάκρυα
χωρίς φωτιά να καίει τις φλέβες σου
σαν απομίμηση φτηνών all star
που μοιάζουν καλογυαλισμένα.

Идиот

Όλα γύρω μου έμοιαζαν τόσο κενά, τόσο άδεια, όπως ακριβώς ένιωθα και μέσα μου. Η εξαίσια μυρωδιά μιας πίτσας χόρευε το χορό του Ζαλόγγου γύρω μας και περίμενε υπομονετικά μέχρι να τη βάλουμε στο στόμα μας. Μα εγώ δεν ήθελα, δεν είχε νόημα να φάω. Θα την έβγαζα αμέσως.

-Ωστε εσύ ήσουν τελικά. Εσύ!

Η κοπέλα στην οποία απευθυνόμουν χαζογελούσε δίπλα μου αποφεύγοντας να με κοιτάξει στα μάτια, αλλά για μένα ήταν ακόμη ντυμένη στα κατάλευκα ρούχα που προσφέρε ως προστασία η φιλία.

-Μα, σου είχα μιλήσει τότε..δε θυμάσαι; Σε είχα ρωτήσει πως έπαθες αυτές τις ουλές...αυτές τις χαρακιές στο μισό σου χέρι. Και μου είπες πως στα έκανε μια γάτα!
-Ε, ναι! Μια γάτα ήταν! Μια πολύ μοχθηρή γάτα!
-Έτσι μου είπες! Οτι μια μαύρη γάτα στα κανε αυτά στο χέρι! Όλο αυτό το χάλι με τις γρατζουνιές...Κι εγώ σε πίστεψα! Κανείς άλλος όμως απο την τάξη δε σε πίστεψε! Ούτε καν ο Αντώνης με την Έλενα!
-Κακό του κεφαλιού τους!
-Κάποιοι είπαν οτι οι γρατζουνιές σχημάτιζαν γράμματα...είδαν κι ένα έψιλον, πήγα να την ψαρέψω εγώ.

-Άστο το έψιλον!!
-Τελικά εσύ το έκανες ή όχι;

Η κοπέλα ακόμη δεν απαντούσε, μόνο χαζογέλαγε σαν να είχαμε μόλις πει κάποιο παλιό αστείο της παρέας. Η διπλανή της με τα κατάμαυρα ρούχα και το μεγαλόσωμο κορμί μου έκανε νοήματα με το χέρι. Αυτή ήταν.

-Καλά, τόσο καιρό που σε ρώταγα μου έλεγες οτι το έκανε μια γάτα;! Απο την πρώτη στιγμή που είδα τα τραύματα δε το πίστεψα, αλλά ηρέμησα όταν μου το επιβεβαίωσες εσύ. Και σε ρωτησα και αρκετές φορές! Κανείς άλλος δε σε πίστευε, κανείς! Εγώ σε πίστεψα...και μου πες ψέμματα!

Όσο συνέχιζα αυτό το "φιλικό" κλαψούρισμα, η άλλη αρκούνταν στα ίδια γελάκια. Τα μάτια της ακόμη άφαντα. Η μαυροντυμένη νταρντάνα τώρα μου έδειχνε με το δείκτη της το χαζοχαρούμενο νιάτο. Καμιά άλλη απάντηση. Αυτή ήταν.

-Λέγε, ρε γαμώτη μου! Μόνη σου χαρακώθηκες;!
-Όχι, με παρέα!
-Λέγε σου είπα.
-Ναι, μου απάντησε μεσ' τα ίδια γέλια.

Ένας κόμπος ανέβηκε ευθύς στο λαιμό μου. Ενώ ως τώρα κοιτούσα το λευκό της χέρι με τις επουλομένες χαρακιές και τις φανταζόμουν γεμάτες με αίματα, παράλληλα κάτι άλλο έπαιρνε τη θέση του σ' αυτές, κάτι μαυριδερό και άγριο που ρουφούσε ό,τι μου απέμεινε στην ψυχή, ό,τι άξιο είχα σ' αυτή την ηλικία, ό,τι ιερό είχα πάνω απο μένα...Τι μέθυσο συναίσθημα οδηγεί τον άνθρωπο σε τέτοιες πράξεις; Να χύνει το ίδιο του το αίμα...

-Με τι το έκανες;

Πάλι γέλια κι απο τις δυο κοπελιές μαζί. Τα βλέμματα που αντάλλαζαν ήταν πέρα για πέρα συνομοτικά...τελικά, ποιά η διαφορά ενός καλού φίλου κι ενός κολητού;

-Τι με τι το έκανα; Πώς να το κάνω;!
-Με τι;
-Με ξυραφάκι το κανε ρε...με τι το κάνουν όλοι; μίλησε η άλλη...φίλη μας.
-Μα μου υποσχέθηκες...κι εγώ σε πίστεψα...,ψέλισε το πικραμένο φιλαράκι!
-Ελένη, ηρέμησε. Κι εγώ την πίστεψα στην αρχή, όταν μου πε για τη γάτα. Όλο αυτό το πράγμα αποκλείεται να το κανε μόνη της! Αλλά μετά..θυμήθηκα τις προάλλες που μου είπες οτι έβλεπες γρατζουνιές παντού...ξέρεις τη συζήτησή μας, οτι μάλλον χαρακώνεται. Ε..και την πίεσα και μου τα ξέρασε.

-Εγώ στα είπα αυτά;
-Ναι, εσύ. Μου είπες και να την προσέχουμε...

Το πα...το βλεπα...αλλά είναι που πίστεψα στο λευκό σεντόνι που χωρίζε τα προσωπά μας...πίστεψα...

-Πάντως σε μια συναυλία των cradle of filth έδιναν δωρεάν κάτι ξυραφάκια....είχε γίνει χαμός! Και να φανταστείτε...

Δεν άκουσα παραπάνω. Δεν ήθελα ν' ακούσω τίποτ' άλλο, μιας και δεν ένιωθα τη θέρμη τους να με συντροφεύει πια..Όλα άδεια μέσα κι έξω, πάνω και κάτω..Μόναχα έναν φίλο μου προσπαθούσα να θυμηθώ. Είχε γράψει λέει ένα μυθιστόρημα κάποτε για μένα.



Идиот.Dostoevsky- The idiot

Πρωινή Δροσιά

Το ξυπνητήρι χάλασε, δεν εξηγείται αλλιώς. Δε μπορεί να 'μαι ξύπνιος από τις τρεις η ώρα το πρωί και να μη με παίρνει ξανά ο ύπνος. Πάει καιρός που έχω αϋπνίες, ναι, από τις έξι, από τις, πέντε, από τις τέσσερεις καμιά φορά ήμουνα στο πόδι, αλλά όχι, όχι κι απ' τις τρεις! Δε πάει άλλο, δεν αντέχεται! Ήρθαν τα γεράματα φαίνεται κι άρχισε η ζωή να μου παίρνει όλα όσα άλλοτε μου δωκε διπλά...μα όχι, όχι και τον ύπνο!

Με μια απότομη κίνηση έβγαλα την ελαφριά κουβέρτα από πάνω μου και κοίταξα ευθεία. Γι' άλλη μια φορά αντίκρισα κατάματα αυτό που απεχθανόμουν περισσότερο' μια κοιλιά να προεξέχει εμπρός μου, χωρίζοντάς με από εκείνο το πρησμένο σημείο που είχα ανάμεσα στα πόδια, ένα συναίσθημα με άλλα λόγια που κάποτε με γέμιζε, μα πλέον όλο φούσκωνε και απομακρυνόταν..Κοίταξα το ταβάνι κι ένιωσα να πνίγομαι. Αέρα..λίγο αέρα ν' ανασάνω… Δεν έχασα καιρό. Με γρήγορες κινήσεις άφησα το ζεστό μου κρεβάτι και κατευθύνθηκα προς το σαλόνι. Άρπαξα τα τσιγάρα που είχα πάντα στο τραπέζι κι έριξα μια ματιά στο μεγάλο ρολόι του τοίχου. Κόντευε έξι το πρωί. Τα λεγα εγώ. Ακούς εκεί τρεις! Τίποτα δε γίνεται σωστά στις τρεις η ώρα..θα μου πεις τρεις και τρεις μας κάνει έξι...double score στη γκαντεμιά...μωρέ λες;

Μόλις άνοιξα τη μπαλκονόπορτα, ο ψυχρός αέρας με χαστούκισε με τα πολλά του χέρια, αλλά δε δίστασα να βγω..αέρα...λίγο αέρα, ν' ανασάνω... Το πακέτο με τα τσιγάρα ήταν σχεδόν άδειο και με μια απροθυμία έβγαλα άλλον ένα απο τους ελάχιστους φίλους που μου είχαν απομείνει. Ώσπου να το βάλω όμως στο στόμα μου διαπίστωσα ότι είχα ξεχάσει μέσα τον αναπτήρα...ρε γαμώ την γκαντεμιά του έξι! Ξεχνάς και τα βασικά σαν σε παραπλανεί η ώρα...μα όχι, δε θα ξανάμπαινα μέσα...λίγο αέρα..λίγο πιο πέρα απο δω ν' ανασάνω...Το λιμάνι μπροστά μου εκτεινόταν σε ένα τεράστιο μισοφέγγαρο γης, όπου μέσα του σχηματίζονταν άλλα μικρότερα μισοφέγγαρα απο καΐκια και κότερα ..και πιο πέρα η θάλασσα. Ο ήλιος ακόμη να φανεί. Ποτέ δε τον άφηνα να με ξυπνήσει με τις αχτίνες του. Πάντα εγώ ξυπνούσα για να τον δω ν' ανατέλλει, αφού πρώτα χόρταινα τη νύχτα...Και να, σήμερα δεν ήμουν ο μόνος που το έκανε.





Στη μεριά του λιμανιού, δίπλα στο μόλο περπατούσαν δυο νεαρές γυναίκες σιγοτραγουδώντας...ήταν αγκαλιασμένες ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν και σε κάθε βαρύ τους βήμα ανέδιδαν ένα άρωμα νιάτων...ποτού...έρωτα και ξεγνοιασιάς...


-Βαρέθηκα το περπάτημααααα...γιατί μ' έκανες να περπατήσω τόσο δρόμο;!
-Φτάνουμε, Βίκυ...εδώ, λίγο πιο πέρα μένω...και εδώ κοντά έχει μια στάση να πας σπίτι σου..νομίζω τη βλέπω...
-Όλο κοντά και κοντά, ρε μωρό...ακόμα εδώ είμαστε στο ίδιο σημείο!
-Μα έτσι σου φαίνεται! Είσαι μεθυσμένη!
-Αφού το ξέρεις, επίτηδες με ταλαιπωρείς κακούργα;;!
-Εγώ εσένα; Ε,ποτέ...

Ξαφνικά κι ενώ ως τότε δε φαινόταν ψυχή τριγύρω, εμφανίστηκε απο το πουθενά ένας άνδρας που με αρκετά γρήγορο βήμα διέσχισε το δρόμο και κατευθύνθηκε προς τη μεριά του λιμανιού και των δυο γυναικών. Ναι, το ξημέρωμα ήταν ψυχρό, ακόμη και το καλοκαίρι μερικές φορές, αλλά αυτός τι διάολο ήθελε και φορούσε καμπαρντίνα;; Μυστήρια πράγματα...Μόλις πλησίασε αρκετά κοντά σταμάτησε. Οι κοπέλες αν και πιωμένες τον πρόσεξαν αμέσως και τον κοίταξαν' με έκπληξη η μια, με καχυποψία η άλλη.. Και να σου! Κουκου!! Άνοιξε η καμπαρντίνα!


Οι κοπέλες δεν πίστευαν στα μάτια τους....η πρώτη κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα τον επιδειξία γεμάτη έκπληξη, σχεδόν φόβο, ενώ η άλλη δε φάνηκε να εντυπωσιάζεται. Ο τύπος φυσικά κοιτούσε αχόρταγα μόνο την πρώτη. Η δεύτερη που συνήλθε πιο γρήγορα άφησε την αγκαλιά της άλλης κοπέλας και κατευθύνθηκε προς τον mr κουκου!


-Ει...χαχα..έτσι, ε; Άντρας με τα όλα σου! Χαχα! Για έλα δω!Όχι έλα δω σου είπα! Έλα να σε βγάλω μια ωραία φωτογραφία να 'χουμε να δείξουμε στην αστυνομία! Τ' ακούς, στην αστυνομία!! Ελα δω, ρε πού πας;! Περίμενε! Μια φωτό ρε φίλε, να χουμε να θυμόμαστε, όχι τίποτ' άλλο!

Ο τύπος είτε πίστεψε τα λόγια της, είτε όχι, έκλεισε την καμπαρντίνα και σε 10 δεύτερα είχε γίνει καπνός! Καπνός.....Η κοπέλα τώρα γέλαγε σαν υστερική.


-Χαχαχαχα...έλα δω ρε!! Θα σε κάνουμε πρωτοσέλιδο!
-Πας καλά; Τι του πες; Κι αν μας χτύπαγε;
-Ποιός;! Αυτός ο χέστης;;! Χαχαχαχα...είδες πώς έτρεχε;;!
-Πώς;!
-Σα χεσμένος!! Ρε, το μαλάκα..!
-Είναι που του είπες για αστυνομία...
-Ποιά αστυνομία;;! Αααααα...η αστυνομίααααα! Βρε την αστυνομίααααα ....αλήθεια τι κάνει τώρα;;! Τον Πάσαρη δεν ψάχνει;!
-Μα ....αυτός δεν είναι Ρουμανία;
-Γι' αυτό τον ψάχνει!! Αχαχαχαχαχα..
-Με τρομάζεις, Βίκυ...ξεκόλλα!
-Ηηηη....φοβάσαι;;! Είσαι κότα!!
-Γιατί, εσύ δε φοβάσαι; Πριν δε φοβήθηκες;

Η άλλη φάνηκε να σοβαρεύεται για λίγο και αφού αγκαλιάστηκαν ξανά, οι κοπέλες συνέχισαν το περπάτημα.

-Εμ.....όχι, δε φοβάμαι! Ξέρεις γιατί;!
-Γιατί;
-Γιατίιιι....γιατί αν έπρεπε να φοβηθώ αυτόν το μάπα.....θα πρεπε να φοβάμαι όλο τον κόσμο!! Κι αν φοβάσαι όλο τον κόσμο..δεν έχεις ζωή, μωρό...δεν έχεις. Τούτος ήταν το λιγότερο!
-Και η αστυνομία;!
-Ποιά αστυνομία; Αααααα...η αστυνομίαααα! Απαπαπαπα......
-Και γιατί του πες τότε για αστυνομία;
-Αστυνομία και αστυνομία...για να τον δω να χέζεται του πα για αστυνομία! Έτσι είναι όλοι....χέστηδες! Άμα βρεις πραγματικό άντρα σφύρα μου..
-Ακόμη και στην αστυνομία;
-Τελικά σπας αρχίδια, μικρή...δε το συζητώ....αφού σου λέω ψάχνουν τον Πάσαρη ακόοοοοομα!!
-Εντάξει, εντάξει...αλλά γιατί γελάς;
-Γιατί αν δε γελάσω τώρα, πότε θα γελάσω;;!
-Μα...τώρα; εδώ;;! Ο άλλος μας δείχνει τα τέτοια του και συ γελάς;
-Ε, τι θα πρεπε, να κλαίω;;! Γιατί δεν έχω ξαναδεί;! Ααααα...εσύ κοκκίνησες..σε βλέπω!!
-Κόψε χοντρή! Που σε κουβαλάω μια ώρα! Που μιλάς κιόλας! Καλύτερα να κανες κανένα βηματάκι πιο πέρα, μπας και φτάσουμε στη στάση. Αλλά βέβαια...είναι που χεις γίνει φέσι!
-Αν δε γίνω τώρα...πότε θα γίνω;;!
-Καλά...αμα το πας έτσι εγώ θα γίνω δολοφόνος...να γλιτώσω απο σένα μια και καλή...

Η άλλη ξέσπασε σε γέλια.

-Τιιι;! Όοοοοχι.....Να γλεντάς...χαχα...να γελάς..ν' αγαπάς..να πονάς...και να συνεχίζειιιις! Αυτή είναι ζωή!! Να κάνεις τη ζωή σου χωρίς να κάνεις κακό σε κανέναν...
- Μα, δε λέει.....δεν είναι σωστό...δε γίνεται αυτό..
-Γιατιι;;!
-Και μόνο που σκέφτομαι οτι κάπου εκεί..οι άνθρωποι του τρίτου κόσμου υποφέρουν...πεθαίνουν...και ξέρω οτι πίσω απ' όλους τους παράγοντες κρύβομαι εγώ...όχι...δε μπορώ να κάνω απλώς τη ζωή μου..
- Ει, ει..τι τσαμπουνάς;;! Μα δε σε καταλαβαίνω καθόλου!Τόσο πολύ ήπιες κι εσύ;!

Η άλλη έδειξε υπομονή, αν και η ίδια ένιωθε οτι πλέον δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά....

- Το ξέρεις οτι κάθε στιγμή που εμείς απλά αναπνέουμε.....πεθαίνουν χιλιάδες άνθρωποι;;!

Η κοπέλα με το όνομα Βίκυ ξέφυγε απο την αγκαλιά της. Για πρώτη φορά άνοιξε τα μάτια της διάπλατα, λες και άρχισε να συνέρχεται απο μια βαθιά ύπνωση και προσπάθησε να στηριχτεί στα πόδια της.

-Αφού πεθαίνει τόσος κόσμος, γιατί ακόμα είμαστε 7 δις, πόσοι είμαστε τελοσπάντων;;! Και μετά σου λέει υπερπληθυσμός!
-Ρε, καταλαβαίνεις τι σου λέω;;!
-Αυτό που ξέρω...και καταλαβαίνω...είναι οτι...ό,τι κι αν κάνεις δε μπορείς να τους σώσεις όλους....απλά δε μπορείς, μωρό!! Πώς ξέρεις οτι θ' ανταμειφθείς γι' αυτό; Πώς ξέρεις οτι θα το εκτιμήσουν οι άνθρωποι που έσωσες; Και μετά το φουντάρισμα τι γίνεται;;! Και όχι, μη μου λες πάλι για Παραδείσους και τέτοια...με το λίγο μυαλό που έχω σου λέω πως δεν τρελάθηκα! Ζήσε με τη συνείδησή σου ήσυχη..και άμα στο λέει η καρδιά σου βοήθησε και κανένα συνάνθρωπο! Τότε σίγουρα θα πας στον Παράδεισο! Αλλά μη μου λες για παιδάκια που πεθαίνουν και τέτοια..όχι γιατί δε το αντέχω...αλλά γιατί ξέρω....πως όταν ταγκλάρουμε απο αυτό το γαμημένο κόσμο όλοι θα βρουν το δίκιο τους! Όλοι! Οπότε...άσε να ζήσω...μια ζωή την έχω...άσε με να ζήσω...μη φτάσω τα γεράματα και ...

Εκείνη τη στιγμή άρχισε να βήχει. Το..."μωρό" την πλησίασε και την κράτησε απο τη μέση, αν και ευχαρίστως θα ήθελε να την αφήσει εκεί επιτόπου, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να ακούει τις βλακείες της.Γιατί αυτό δεν ήταν;Ένα σωρό απο βλακείες μιας μεθυσμένης που δεν ήξερε καν τι συζητάνε...;;!

-Είσαι καλά;
-Ήπια! Πώς θες να μαι;!
-Είσαι θεότρελη...
-Γι' αυτό με πας...γιατί η τρέλα μου φτάνει και για τις δυό μαααααας!
-Ναι πως..
-Και γω σε πάω! Γιατί είσαι πολύ αθώα! Είσαι μωρό! Δεν ξέρεις τίποτα για τον κόσμο...
-Και δε θέλω να τον μάθω!.. απο σένα τουλάχιστον...
-Όοοοοοοοοχι...εσύ θα τον μάθεις θες δε θες! Το τι γνώμη θα πάρεις όμως μετά είναι στο χέρι σου! Να παραμείνεις μωρό...κι όποτε θες...εγώ είμ' εδώ για τους επιδειξοτέτοιους..καιιιι.. για κανα ποτηράκι ακόμα!
-Καλά, το κλείσαμε απο τώρα!


Κι ενώ ξανάρχισαν το περπάτημα, μετά απο λίγη ώρα, η κοπέλα που είχε περισσότερο τις αισθήσεις της και οδηγούσε την άλλη που πάλι περπατούσε με τα μάτια μισόκλειστα φώναξε με ενθουσιασμό.


-Αααα...να μαστε! Δόξα το Θεό φτάσαμε!
-Ποιός Θεός;!
-Στη στάση λέω..φτάσαμε! Σε αφήνω εδώ στο παγκάκι, ok; Είπες οτι είχες το κουπόνι μέσα στην τσάντα σου...Μόλις δεις ένα μεγάλο αμάξι σα φορτηγό, έμπα μέσα, ναι;! Και μη κοιμηθείς!
-Μα, αυτό το αμάξι το μεγάλο το ξέρω...λεωφορείο είναι! Με περνάς για χαζή;;! Αφού έχει και χρώματα!
-Ναι, ναι...πρέπει να την κάνω, εντάξει; Άντε γεια!
-Να τα ξαναπούμε, έτσι;! Μη χαθούμε!! Και πού σαι;;! Πρόσεχε!!
-Μη μου λες τέτοια...τρέχω σπίτι!
-Μη φοβάσαι μωρόοοο....εδώ είμ' εγώωωω....

Και ξεράθηκε.




Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου με λύπη καθώς ανέπνεα τον αλμυρό αέρα της θάλασσας. Τώρα δε μου 'χε απομείνει τίποτα ν' ακούω, τίποτα να βλέπω απο αυτή την υπέροχη δροσιά της πρωινής ώρας....οι κοπέλες ήταν πλέον κάτι μικρές κουκιδούλες στον ορίζοντα και η στάση δε φαινόταν καν στην άλλη άκρη του μικρού μου μισοφέγγαρου....Όλα στάχτη στα μάτια μου. Στάχτη μιας φωτιάς που πιθανόν έκαιγε μόνο στο μυαλό μου καθώς προυπαντούσα τις πρώτες ώρες της καινούριας ημέρας...Μα εγώ δε την έβλεπα. Ούτε τον ήλιο ένιωθα να καίει τους χτύπους μέσα μου. Μάλλον είναι που εγέρασα πια κι όλα μου φαίνονται καπνός.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Τύψεις για το τίποτα

Άνοιξα την πόρτα του δωματίου τραβώντας απαλά το πόμολο για να μην ξυπνήσει. Είχα μέρες να τη δω ολομόναχη απ' όταν μπήκε στο νοσοκομείο κι ένιωθα οτι έπρεπε να της μιλήσω ή έστω να τη δω για λίγο' δεν ξέρω γιατί. Έκπληκτος διέκρινα μες το ελάχιστο φως οτι τα μεγάλα πράσινα μάτια της ήταν ανοιχτά και το κορμί της κουλουριασμένο με το πρόσωπο στραμμένο προς το άλλο μισό του διπλού μας κρεβατιού. Με περίμενε

Αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη, διέσχισα το δωμάτιο μέχρι το άλλο μισό του κρεβατιού που ήταν ελεύθερο. Έπειτα με προσεκτικές κινήσεις ξάπλωσα κοντά στην νέα, αλλά ταλαιπωρημένη γυναίκα. Δεν ξέρω αν έφταιγε ο φωτισμός, αλλά το δέρμα της ήταν κατάλευκο, τα γλυκά μάτια της φώτιζαν θλιμμένα τα δικά μου και το σωματάκι της ήταν λες πετρωμένο' ένιωθα οτι δίπλα μου ήταν ξαπλωμένη μια νεκρή που αναπολούσε τα χρόνια που πέρασε εν ζωή....

-Δεν κοιμάσαι;της ψυθίρισα.
-Όχι., μου απάντησε στον ίδιο τόνο.
-Γιατί; Σήμερα βγήκες....οι γιατροί είπαν οτι χρειάζεσαι ξεκούραση...πρέπει να προσέχουμε, ναι; ο οργανισμός σου έχει ταλαιπωρηθεί πολύ, μη τον παιδεύεις άλλο....
-Το ξέρω, είπε μ' έναν αναστεναγμό.
- Αυτές τις μέρες δεν πρέπει να καταπιέζεσαι καθόλου και για τίποτα...είδες τι είπαν οι γιατροί...πρέπει να τρως καλά και να κοιμάσαι..ή απλά να ξεκουράζεσαι για ν' ανακτήσεις σύντομα τις δυνάμεις σου....πρέπει να γυρίσεις στους ίδιους ρυθμούς...προσπάθησε να μη το σκέφτεσαι, ναι;
-Πονάω.
-Εεε...έτσι είναι, λίγες μέρες υπομονή. Δε σου δωσε φάρμακα ο γιατρός; Κάνε λίγη υπομονή και θα δεις..θα ξαναβρεις τον εαυτό σου...

Η ματιά της που ως τώρα ξεχείλιζε απο τρυφερότητα και λύπη έγινε άγρια και θυμωμένη με μια δόση αποστροφής. Τα χείλη της για πρώτη φορά συσπάστηκαν σαν να πέρασε μια τρικυμία απο το μυαλό της, σα να ταν οι λέξεις μου μαχαίρια που έσκιζαν τα ηνία του πόνου της. Κι όμως, το ξέσπασμα της τρικυμίας δε φάνηκε ακόμη, η φωνή της δε φλόγισε τ' αυτιά μου, ούτε δάκρυα διέσχισαν την πεδιάδα του προσώπου της... Μόνο με κοίταζε.

-Θέλεις να φύγω μάτια μου;
-Όχι.
-Ό,τι θέλεις εδώ είμαι...μη σηκώνεσαι...θα σου φέρνω εδώ το φαγητό για λίγο...ο γιατρός είπε να περπατάς, αλλά δεν πειράζει..εδώ είμ' εγώ να σε φροντίσω, ναι; Απλά φωναξέ με...Βάλε μια φωνή! Θα σου κάνει καλό...
-Εντάξει, θα σε φωνάξω
-Ωραία.Αα...αύριο θα έρθει απο δω ένας φίλος μου. Είναι ψυχολόγος...Θέλει να σε βοηθήσει.

Το πρόσωπο της γυναίκας χαλάρωσε, αλλά η φωνή της έσταζε μια απερίγραπτη δυσαρέσκεια.

-Εσύ θέλεις να με βοηθήσει, μου είπε.
-Εεε..ναι, εγώ. Πειράζει; Μη μου θυμώνεις όμως, ναι; Για σένα το κάνω...θα σου κάνει καλό...θα του μιλήσεις, θα σε καταλάβει....
-Ναι
-Θα τον δεχτείς λοιπόν αύριο, έτσι;
-Ναι.
-Ωραία, είπα όσο πιο απαλά μπορούσε ν' ακουστεί η ψιθυριστή, αντρική φωνή μου. Μετά της έπιασα απαλά το χέρι και χάιδεψα λίγο τα δάχτυλα. Φαινόταν ήρεμη.
-Σε αφήνω τώρα..ξεκουράσου κι άλλο.Κοιμήσου, θα ξεχαστείς...

Πρωτού αρχίσω να σηκώνομαι όμως, συνειδητοποίησα οτι εκείνη μου έσφιγγε το χέρι. Μια ανησυχία θόλωνε το βλέμμα της.

-Μείνε εδώ...
-Δε μπορώ, γλυκιά μου...πρέπει να πάω μέσα...έχω δουλίτσες.
-Έλα, μείνε μαζί μου. Έλα να κοιμηθούμε.
-Δεν γίνεται, μωρό μου.
-Γιατί; Έλα να κοιμηθούμε μαζί...βράδυ δεν είναι..;Θέλω να κοιμόμαστε μαζί, όπως παλιά..

Τώρα βρήκαν να την πιάσουν οι ερωτισμοί και τα παιδιαρίσματα της!

-Είπα δε γίνεται..καταρχήν δε κάνει να σε αγγίζω...μόλις πριν λίγες μέρες έχασες...απέβαλες τελοσπάντων. Προς το παρόν ας αποφύγουμε τις επαφές.....καλύτερα έτσι.

Το ύφος της ήταν πικραμένο.

-Δεν εννοώ αυτό. Μείνε να κοιμηθούμε αγκαλιά, μόνο να κοιμηθούμε...δε θέλω να μείνω μόνη..

Τα μάτια της έγλειφαν τα χείλη μου με μια γλυκιά αθωότητα. Τώρα δεν ήταν παρά ένα παιδί που ζητούσε τρυφερότητα..ζεστασιά...φροντίδα...

-Καλύτερα όχι, απάντησα με μαλακό ύφος ακόμη. Θα σαι πιο άνετα εδώ μόνη σου, πιο ξεκούραστα...εξάλλου το είχα αποφασίσει απο την πρώτη στιγμή να κοιμάμαι στο σαλόνι. Κοιμήσου. Πάω για δουλίτσα, ναι;

Αυτή τη φορά δε μου απάντησε. Με όση θέληση και δύναμη είχε -πιο πολυ ψυχική παρά σωματική τολμώ να πω- σύρθηκε κοντά στο δικό μου ξαπλωμένο κορμί και με αγκάλιασε με τα χέρια της. Το κεφάλι της ακουμπούσε το στέρνο μου και μπορούσα ν' ακούσω την ήρεμη αναπνοή της καθώς σφάλιζε τα μάτια. Δεν έχασα καιρό. Την έβαλα ξανά στη θέση της στο μαξιλάρι για να ξεκουραστεί....της το αναγνώριζα, είχε περάσει πολλά......







Η Τρίτη που μας πέρασε δεν ήταν και η καλύτερη μέρα...όχι για μένα τουλάχιστον! Όλο το πρωί είχε συννεφιά και ο μαλάκας ήλιος δεν έλεγε να βγει. Όπως πάντα, το πρωί είχα δουλειά και εκείνο το μήνα τύχαινε να έχω κάτι..."meeting" σε ξενοδοχείο δυο φορές την εβδομάδα. Έτσι, όλοι γνώριζαν οτι ήμουν πολύ απασχολημένος με κάτι σπουδαία στελέχη εταιριών και δε μ' ενοχλούσαν ή μ' έπαιρναν τηλέφωνο.

Παρόλ' αυτά, εκείνο το απόγευμα μου τα χάλασε όλα. Εκεί που δε το περίμενα, πήρε τηλέφωνο ο πεθερός μου στο κινητό, πρώτη φορά στη ζωή του! "Η γυναίκα σου δεν είναι καλά! Την πήγανε στο νοσοκομείο! Βιάσου! Ίσως κινδυνεύει" Πού να ξερε ο μπάρμπας οτι εκείνη την ώρα βρισκόμουν σ' ένα κρεβάτι με μια γκόμενα απο κάτω μου και μας διέκοπτε στο τελείωμα;;! Ελεεινό!! Φυσικά, επειδή ήξερα οτι θα έπρεπε να ταν κάτι αρκετά σοβαρό, ντύθηκα γρήγορα και μάζεψα τη γκόμενα που μου θελε ακόμα έρωτες και σαμπάνια.Όταν μάλιστα της πέταξα τα λεφτά στα μούτρα, εκείνη άρχισε τις γκρίνιες και με διαβεβαίωσε οτι δε θα έφευγε αν δε της έδινα ένα πεντάλεπτο ακόμη. Μόλις άρχισε να μου τη δίνει τρομερά, της είπα οτι αν δεν έφευγε σε πέντε λεπτά, αυτή θα πλήρωνε τα έξοδα του δωματίου. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ντυθηκε μπροστά μου μέσα σε δευτερόλεπτα...τελικά τα λεφτά και το νετ τα κάνουν όλα.....





Ήταν πολύ αργά το βράδυ κι αφού η...συζυγος είχε αποκοιμηθεί μόνη της στο κρεβάτι, βρήκα κι εγώ λίγο χρόνο να βγω..Σίγουρα το γνώριζα οτι δεν ήταν σωστό να την αφήσω μόνη, αλλά τι να κάνω...έπρεπε να βγω.Δεν άντεχα άλλο μέσα... Τώρα οδηγούσα στη Συγγρού σα μανιασμένος, αλλά λίγο μ' ένοιαζε' σιγά μη φοβηθώ! Ο πρώτος ή ο τελευταίος ήμουν; Για κάποιον ιδιαίτερο λόγο, οι αναμνήσεις των τελευταίων ημερών μ' αναστάτωναν τρομερά κι ας μην ήξερα γιατί. Θυμόμουν ακόμη το γιατρό να αναγγέλλει οτι η μόλις τεσσάρων μηνών.... σύζυγος απέβαλε και βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση. Άσχημη είπε, όχι κρίσιμη. Μόλις την είδα μετά το συμβάν σοκαρίστηκα. Η γλυκιά κι ερωτική σύζυγος είχε χαθεί πλεον και στη θέση της υπήρχε ένα τρομαγμένο κι εξαρτημένο παιδί που έκλαιγε για το παιδί που έχασε.... την ώρα μάλιστα που σε αγκάλιαζε και αναζητούσε τα χέρια σου, ταυτόχρονα σε πρόδιδε και ξέσπαγε πάλι στο δικό της θρήνο.... Θα συνέλθει μου είπαν. Το πιο κουλό είναι οτι ακόμη δε θυμάμαι πως απέβαλε..κάτι είχε πει ο γιατρός...έπεσε απο καπου; καρέκλα; ή με απότομη κίνηση;ή σήκωσε κάτι;Πάντως ήταν μόνη στο σπίτι... Με τι μυαλό, γαμώτο;;! Αλλά δεν έχει σημασία πια.... ετσι κι αλλιώς δε θυμόμουν τίποτα...Δε θα πω οτι έφταιγα ή δεν έφταιγα...Ξέρω οτι πλέον πρέπει να φροντίζω πολύ περισσότερο εκείνο το παιδί που κουβαλήθηκε στο κορμί της γυναίκας που αγαπούσα. Ναι, που αγαπούσα.....Συγγνώμη Φαίη. Τα σκοτεινά σοκάκια που περνάω δεν είναι δικά σου φταίγματα....


-Καλώς τον! Τι γίνεται κύριος;!
-Ας τα σάπια και μπες μέσα.
-Καλά ντε...πώς κάνεις έτσι;;!

Η πόρνη δε δίστασε να μπει στο αμάξι και ν' αρχίσει τα παζαρέματα....

-Πόσα δίνεις;
-Πενήντα.
-Πόσα;;! Τέτοια δίνανε και στα κοριτσάκια στο χωριό σου;
-Πόσα θες;
-Διακοσάρι το λιγότερο! Είμαι καιρό στην πιάτσα! Δεν είμαι όποια κι όποια! Το διακοσάρι και μετά ό,τι θες, παλικάρι...
-Την ώρα;
-Το μισάωρο!
-Πολλά ζητάς.
-Ναι, καλά! Κοίτα αμαξάρα!Χμ...είσαι και κουστουμαρισμένος...πού γύρναγες βρε τέτοια ώρα κι ήρθες απ' τα λημέρια μας;!

Θα τη σκοτώσω! Ορκίζομαι θα τη σκοτώσω!! Καλά, τόσο πολύ μιλάνε οι πουτάνες;;! Νόμιζα οτι αναδεικνύονταν στις πράξεις περισσότερο!!!

-Και τέλοσπάντων γιατί σου ναι πολλά τα διακόσα; Έχεις οικογένεια να θρέψεις;; Σε χτύπησε άγρια η οικονομική κρίση;;

Αααααα...αυτή είχε και θράσος!

-Άντε...στα κάνω εκατόν πενήντα...φαίνεσαι παιδάκι με νευράκια...αλλά είσαι γλυκούλης.

Δεν άντεχα άλλο. Μετά απο λίγη ώρα, σταμάτησα το αυτοκίνητο σ' ένα σκοτεινό κι απομακρυσμένο στενάκι και κοίταξα τη γυναίκα δίπλα μου. Ξανθιά, ξεπλυμένη και σίγουρα πενηντάρα. Αυτό ήταν.

-Ρε παλικάρι, φοράς και βέρα;;! Παντρεμένος ε;;! Τη φορούσες απο κει που ερχόσουν ε;;! Καλέ, όχι, εγώ δεν έχω πρόβλημα, μη τη βγάζεις, ίσα ίσα!! Έχω πολλούς παντρεμένους εγώ! Αλλά όλοι είναι κωλόγεροι...εσύ νιο παιδί, γιατί;;

Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη του σακακιού για να βγάλω τα λεφτά. Αυτό έπρεπε να τελειώσει.

-Γυναίκα έχεις έτσι;; Δε σε ικανοποιεί; Ή σε κερατώνει, οπότε δε το θεωρείς τόσο κακό το να την κερατώσεις και συ;;!
-Λοιπόν, θα πάρεις τα διακόσια, άκου με, διακόσια, θα κάνεις αυτά που θα σου πω και θα σκάσεις.

Η πόρνη γράπωσε τα χρήματα αμέσως, χωρίς μιλιά παραπάνω, όσο όμως καθόταν σιωπηλή ένιωθα οτι με παρατηρούσε και τα ερωτηματικά γέμιζαν τα μάτια της. Χα, μου ήταν αδιάφορο! Σιγά σιγά, αρχισα να βγάζω το σακάκι....μετά ξεκούμπωσα το παντελόνι...και πριν αρχίσουμε έβγαλα τη βέρα μου. Συγγνώμη, Φαίη.

Χάρτινος εαυτός



Δε φοβήθηκα τα χρόνια
που δρασκέλισαν τα μάτια σου
δε περιφρόνησα τα γκρίζα σου μαλλιά
ξέροντας πως ακόμη
παρέμεναν ζωντανά στο φύσημα τ' αέρα

τα γραπτά σου ήταν που έτρεμα
ένα ασπρόμαυρο ουράνιο τόξο
που δεν ένιωσα στα χάδια σου
δέσποζε πιο πάνω απο μένα
απο σένα
το άγνωστο

Ένα mail απο τη Veronica Mars

Μια ιστοριούλα για σένα!


Όπως ήδη γνωρίζεις (αν θυμάσαι δηλαδή γιατί παίζει να το ξέχασες με τα τόσα και τόσα που έχεις στο κεφάλι σου!) έχω μια αδελφή 12 χρόνια μικρότερη μου. Σαν έμπειρο παιδί λοιπόν, θα καταλαβαίνεις πως είμαστε αυτό που λέμε..."καμία σχέση" και αυτό, όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά και λόγω χαρακτήρα! Η συνεννόηση κουκούτσι! Εμ..βλέπεις...λίγο το πείσμα...λίγο η ζωηράδα...λίγο "θα κάνω αυτό που θέλω εδώ και ΤΩΡΑΑΑΑΑΑ!!!", λίγο η ξεροκεφαλιά μας κάνουν και είμαστε ο ουρανός με τη γη, ο άγγελος και ο διάβολος (φυσικά υποπτεύεσαι ποιός είναι ο άγγελος! Χεχε!)

Που λες, αγαπητέ μου House no.2, έχουμε έναν ξάδελφο, ο οποίος αν και κοντινός, δεν ήταν και πολύ επιθυμητός στη φαμίλια! Κάθε φορά που μας επισκεπτόταν, η sister με τον ακαταμάχητο και εξαίσιο όπως πάντα χαρακτήρα της τον έδιωχνε, τον ξαπόστελνε στην άλλη άκρη του δωματίου, δε του μιλούσε και φυσικά δεν τον άφηνε να τη φιλήσει..Επιπλέον, κάθε φορά που αυτός έφευγε...εκείνη μας έκανε παράπονα τύπου.."Γιατί ήρθε αυτός?! Δεν τον θέλω εδώ!!! Με πειράζει, με ενοχλεί!!" Φυσικά, ο νεαρός δεν της έκανε ποτέ τίποτα, αλλά βλέπεις...εκείνη έβρισκε κάτι στη φάτσα του που την έκανε να σπαρταρά....απλά την ενοχλούσε!!Είδες τι γίνεται όταν "απλά"....δεν πηγαίνεις κάποιον με τίποτα??!!

Μια μέρα όμως που ο τυπάκος είχε έρθει πάλι σπίτι μας (σημειωτέον οτι ήταν στην ηλικία μου) η little sister άρχισε πάλι τις φωνές και τα κλαψουρίσματα!! Μόνο απεργεία πείνας δεν έκανε μπροστά στη mother μπας και τη λυπηθούν και τον διώξουν απο το σπίτι! Μα, φυσικά...μόλις είδε οτι δεν έπιαναν τα δάκρυα, άρχισε τις στριγγλιές και τις..."βαριές κουβέντες"! (Δε χρειάζεται να τις αναφέρω' το θέμα τους είναι μαλακ- και ξέρω πόσο δε μπορείς αυτές τις λέξεις και τα παράγωγά τους!). Επειδή όμως, σε κάποιο σημείο η κατάσταση και οι...χαρακτηρισμοί της πιτσιρίκας μου φάνηκαν υπερβολικοί (ξεπερνούσε το όριο της πλάκας κατα την άποψή μου) έκανα το εξής: Πήγα κοντά στον ξαδελφούλη και αφου του δωσα ένα φιλάκι στο μάγουλο, είπα στη μικρή οτι δεν έπρεπε να μιλάει έτσι γι' αυτό το άτομο, δεν ήταν ωραίο, αυτός δεν της είχε κάνει τίποτα, αρα αυτή φταίει που δεν τον θέλει και φυσικά...οτι ήταν υπερβολική!! (κι ό,τι κατάλαβε, κατάλαβε!)

Κι ενώ πίστευα οτι δεν είχα πει κάτι κακό....το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Μούτρα, φωνές και υπερβολές, πολλές υπερβολές! (μπορεί να πεφτε και κάτω και να κανε οτι τη σφάζει ο προκομένος, ενώ καθόταν ήσυχος ήσυχος στην καρελίτσα του!) Αλλά, εντάξει..αυτό δεν ήταν τίποτα...μόνο τα λόγια της με ξάφνιασαν." Έτσι ε??! Το Μιχάλη θες, ε??! Ε, πήγαινε σ' αυτόν!! Μείνε με αυτόν αφου τον αγαπάς, αφού του δίνεις φιλάκια, τι φιλάς εμένα??! Τι μου μιλάς τώρα??! Όχι σε αυτόν να πας!! Τι κάθεσαι εδώ??! Πήγαινε στο Μιχάλη!! Μι...εεεεεε...Μιχαλιάρικο!! Μη με θες εμένα..Πήγαινε στον καλό σου το Μιχάλη..!!"

Δεν ξέρω..ίσως τούτη τη φορά η μικρή όντως να το παρατράβηξε.Ισως πάλι εγώ να έδειξα μεγαλύτερη ευαισθησία απ' όση έπρεπε σ' αυτό το γελοίο θέμα...όπως και να χει, δεν ήθελα να ξανακούσω αυτά τα λόγια...δεν ήξερα τι ήταν τόσο ενοχλητικό...αλλά όταν ακούς τέτοια λόγια, απλά απογοητεύεσαι απο τον άλλο. Νιώθεις οτι σε διώχνει απο εγωισμό. Και τότε..ίσως..λέω ίσως πληγώνεσαι. Αλλά δεν έχει σημασία σωστά?! Ήταν μόνο τα λόγια ενός μικρού παιδιού...και δεν έχουμε όλοι αυτή την πολυτέλεια για να δικαιολογούμαστε σε παρόμοιες καταστάσεις...


Χαιρετισμούς απο τη Βερόνικα Μαρς!
Το μήνυμα στάλθηκε!
Αποστολή εξετελέσθη!
(Δυστυχώς εις μάτειν)

Για την Ελίζα

Αγνό πρόσωπο ροζ φιλιού

η αρχοντιά σου, πεντάμορφη,

μα εν' αστεράκι σιγοτρέμει

στου φεγγαριού την άκρη...

Μη δίνεσαι, γλυκιά νεράιδα,

κράτησε την ανάσα σουγι' απόψε...

Ένα μπουκέτο φυσαλίδες

φύσηξαν τα παιδάκια δίπλα σου,

μα τα μάτια σου δεν άνοιξαν

ούτε όταν τ' άκουσες να κλαίνε...

Δεν το ξερες, μικρή Χιονάτη,

οτι το στέμμα που θα σε προστάτευε

στο τέλος θα σου φανότανε βαρύ..

Αλλά εσύ μη δίνεσαι απο τώρα,

κράτησε την ανάσα σου γι' απόψε

για να ραφτεί νυφικό ονειρεμένο,

ταίρι της τελευταίας σου άμαξας...

Ήρθε η ώρα Ελίζα...

άφησε την ανάσα σου να πλεύσει μακριά

γιατί ξέρω, καβαλάρισα,

πως πια τα σύννεφα ιππεύεις

και στεφάνι απο λευκά τριαντάφυλλα

είναι το κράνος που σε συντροφεύει...

Προσωπικά, την Ελίζα δεν την έχω δει ούτε σε φωτογραφία, αλλά η προσπάθεια μου ήταν για χάρη της Ελενίτσας και της Γιάννας, της μικρότερης απο τις τρεις αδελφές, μόλις οχτώ ετών...Η Ελίζα "έφυγε" πριν απο λίγους μήνες απο ατύχημα με μηχανή...ο συνεπιβάτης της είχε μερικά τραύματα, η Ελίζα όμως, παρόλο που φορούσε κράνος μπήκε σε κόμα και λίγες μέρες αργότερα άφησε την τελευταία της πνοή.....Ήταν μόλις εικοσιενός.Κανείς δεν ξέρει μέχρι σήμερα ποιός τους χτύπησε και με τι.

Καλό ταξίδι, γλυκιά νεράιδα...

we need a revolution




"There is no love
I hate lovers
we need a revolution"



Never thought of hating a truth.
When love is a real need
people die for it,
but when love is a luxury,
then they lose it.


It gets a fake thing,
they don't value it
and of course,
as soon as they love each other
they love the way of their life
or at least they seem to do so.
They don't mean to change anything...


even if


distruction continues,
chaos is outside their door,
death and horror laught at them
they still do nothing,
'cause they just...love each other!




I think we really need a revolution...




Το τελευταίο τρένο



"Mother is the name for God on the lips and hearts of all children"


Eric Draven



Είχα καιρό στο στόμα μου
τη γεύση των μαστών σου
κι η μασχάλη φτερούγα θαλπωρής
με σκέπαζε στον ήλιο.


Και να, μέτρα τα τρένα μου
που φύγαν και που φτάσαν!
Κι όμως εγώ σε γύρευα
πριν παω στο τελευταίο.


Μεσ' το σταθμό τραγούδαγα,
χόρευα με τη βαλίτσα
τον ύμνο σου που μου μαθες
με φίλους και γνωστούς.


Πολλές φορές με φίλησες,
με γέμισες μ'αγγάλες
κι όμως εγώ σε γύρευα
στο τελευταίο τρένο.


Δεν ήξερες, δε πίστευες
πόσο χωρούσ' ανάγκη
"Μα συ είσαι κοτζάμ θεριό,
τ'αδέλφι σου μια μάχη!"


Κι όμως, εγώ σε γύρεψα
στ' έρμο, στερνό μου τρένο,
ενώ εσύ κοιμόσουνα γλυκά
με κείνο το μπάσταρδο που τώρα πια
μου κλεινε το μάτι


Τα τέλη μας



Κάθε μέρα
απ' το τέλος της κρίνεται,
αυτή η γλοιώδης γεύση
που έχει το στόμα προτού καταπιεί την τελευταία
λιμνούλα απο σάλια.
Ο καθείς αναπολεί αυτό που του αρέσει πιότερο.
Ο άντρας τη γυναικεία γεύση,
η γυναίκα το ξαλάφρωμα των μαστών της,
ο γέρος τα χάπια της νεότητος
κι εγώ
την αφή του αριστερού χεριού μου,
καθώς προσπαθεί να γράψει
στα τυφλά.



.......



Μιας σφήκας γέλιο αρκεί
για να 'ρθει το αθώο σπουργίτι
να χαρίσει το φτέρωμά του στην πλάτη μου
κι εγώ απένταρος θα πετάξω
νιώθοντας τις αμαρτίες μου
να φλέγονται
απ' το φλοίσβο των βλεφάρων σου.



Ιδού η αποκάλυψις που
στον ήλιο τα χείλη σου φιλά!

seventeen (s)




Τα χείλη μου στάζουν
χοντρές σταγόνες άχρωμου ποτού
περιπλανιώνται στο νεανικό δέρμα,
μα η όψη τους προδίδει μια γενιά αλλιώτικη
μπάσταρδη, μίζερη, θεία.


Μάτια στεγνά, απρόσμενα
κολάνε στης κλειδαριάς τη μπότα.
Δε θέλω να με δουν έτσι,
όχι πριν τελειώσω το τραγούδι,
όχι στα γόνατα να βαστιέμαι.

Το μικρό μου τριανταεξάρι
με πείσμα περίσιο πατάει τα χαρτιά
γεμάτα γράμματα, νότες, ζωγραφιές
όνειρα ενός παιδιού που κάποτε γελούσε,
καρδιά απένταρη που κάποτε μιλούσε.

Τι περιμένεις, λοιπόν;
Φίλησε στα μάτια όσα πίστευες
οτι θα σου έπαιρνε ο χρόνος,
γιατί μάθε πως νικήθηκες
απ' όσα δε μπόρεσες να πεις.




Μια ιστορία για...νέους, γέρους και παιδιά!

....Μπιιιιιιιιιιιιιιιπ......

-Πού πας έτσι ρε, μαλάκα;;;!
-Εσύ είσαι γκαβός και μαλάκας μαζί!!! Αφού έχεις στοπ, δε βλέπεις;;
-Εγώ έχω στοπ ή εσύ είσαι μαλάκας;
-Δε θα τα χαλάσουμε εδώ! Είσαι και πολύ ΜΑΛΑΚΑΣ!!
-Ρε, άντε και .....


Πωπω...κάτι τέτοιες εποικοδομητικές συζητήσεις ακούω κάθε μέρα από τους οδηγούς στο δρόμο...όλο βρίζονται και βρίζονται...και να πεις ότι βρίσκουν άκρη, πάει στο καλό! Αυτοί θα σκυλοβριστούν και μετά θα την κάνουν σαν κύριοι....τι να πεις...την ίδια μοίρα περιμένω κι εγώ μάλλον...μάλλον;;! No way!!! Αnyway, δε θ' ασχοληθώ μ' αυτό τώρα...τα νεύρα μου είναι ήδη κρόσσια....

Ήταν οχτώ η ώρα το βραδάκι και σχεδόν δεν έβλεπα την τύφλα μου από το σκοτάδι γύρω μου. Μόλις είχα εκπληρώσει μια υποχρέωση (από αυτές που βασανίζουν πολύ έναν έφηβο!) και περπατούσα στο δρόμο ψάχνοντας την ταμπέλα με τη στάση του λεωφορείου. Φυσικά, δεν ήμουν νευριασμένη γι' αυτό....

Λίγο νωρίτερα, καθώς διέσχιζα τους δρόμους, συνάντησα δύο μικρά μελαχρινά αγοράκια, τα οποία μόλις με είδαν τσιτώθηκαν και αντέδρασαν πολύ παράξενα! Στην αρχή γέλασαν χαζοχαρούμενα και μετά απο μερικές ανταλλαγές βλεμμάτων, με ακολούθησαν. Σαν επιτάχυνα το βήμα μου, το επιτάχυναν κι αυτά. Μόλις σταματούσα για να τα κοιτάξω, σταματούσαν κι αυτά και κοίταζαν δήθεν αλλού. Στη συνέχεια, αδιαφόρησα πλήρως. Ήταν απλά...παιδιά!!! Παρόλ' αυτά, οι σκέψεις μου γρήγορα άλλαξαν, όταν ένιωσα ένα μικρό χέρι να χουφτώνει τον πισινό μου και γυρίζοντας, είδα το ένα αγοράκι να κάνει κύκλους γύρω μου με μερικές..."εφόδους" ακόμη. Το ίδιο βιολί άρχισε να κάνει και το άλλο παιδάκι, με μερικές αποτυχίες βέβαια στα χουφτώματα που κατέληγαν σε σπρωξίματα με αποτέλεσμα να μου σπάνε ακόμα περισσότερο τα νεύρα! Αυτά είναι απλά...παιδιά;;;!

- Λοιπόν, ε, κόψτε!!
-Χαχαχα...

Τα αγοράκια γέλαγαν τώρα συνεχώς, αν κι εγώ κάνοντας την αδιάφορη συνέχισα το δρόμο μου. Το ίδιο έκαναν κι αυτά, φυσικά, ώσπου ξαφνικά, το ένα απο αυτά με σταμάτησε και με τάχα ντροπαλή αθωότις μου ξεφούρνισε:

-Ε, κοπελιά! Αυτός εδώ θέλει να σε πηδήξει!! Έλα!! Σε περιμένει!! Έλα μωρέ!!

Το άλλο βλαμμένο γέλαγε σα χάχας. Εγώ και πάλι δεν είπα τίποτα...Απλά τους έριξα ένα άγριο (υποθέτω) βλέμμα κι έφυγα. Ευτυχώς δε με ακολούθησαν ξανά. "Γυφτάκια"σκέφτηκα. "Και να φανταστείς ήταν πιο κοντά από μένα!! Στοίχημα ότι δεν ήταν πάνω από δέκα...Βρε, τα παλιόπαιδα!!"

Σε λίγο έφτασα στη στάση του λεωφορείου. Ο συγκεκριμένος δρόμος, αν και αρκετά μεγάλος, ήταν πολύ σκοτεινός και τα φώτα στις κολόνες ήταν θαμπά (να μη ξεχάσω να κάνω παράπονα στο δήμο!), ενώ αυτοκίνητα περνούσαν ελάχιστα...Η περιοχή έρημη, μόνο εγώ έκανα φασαρία (διότι όντως φασαρία μου φαινόταν) με τα παπούτσια μου καθώς βημάτιζα. Ξαφνικά, κι ενώ ως τότε δεν είχα δει κανέναν εκεί, άκουσα μια σιγανή φωνή να με καλεί από πίσω μου από τη δεξιά μεριά:

-Ει...μωρό....

"Ωχ, αυτό μου έλειπε τώρα...τι μου έχει πει η mother; Σε κάτι τέτοιους δε γυρίζουμε, ε; Δε γυρίζουμε...." Έτσι, παρέμεινα ψύχραιμη με γυρισμένη πλάτη στον..."τέντυ μπόι"

-Ει...μωρό...δε μας μιλάς; Γιατί, μωρέ, σε πειράξαμε;

Σιωπή.

-Έλα, μωρέ...να σε ρωτήσω θέλω, μωράκι....δε θα σε βιάσω κιόλας!
-Αυτό έλειπε!

Η φωνή μου βγήκε αυθόρμητα απ' τα χείλη μου, χωρίς να έχω σκεφτεί καν τι να πω. Ένας φόβος άρχισε να με πλησιάζει από την πλευρά που ακουγόταν εκείνη η φωνή και (για να μη μου 'ρθει καμιά αδέσποτη από τον άγνωστο και πέσω τέζα) γύρισα να δω ποιός μου μιλούσε.

Τι το θελα και το κάνα;;;!!! Παπαπαπα...αίσχος!! Ήταν ένας παππούλης κοντά στα 70, όχι και πολύ ψηλότερός μου (ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε στο σκοτάδι), με μαγκούρα και κάτι τεράστια κουκουβαγίσια γυαλιά μυωπίας (καλά, μόδα το καναν τα ΚΑΠΗ;!) Η έκπληξή μου ήταν ολοφάνερη.

-Κλείσε το στοματάκι σου, μικρούλα, μη σου μπει τίποτα εκεί μέσα...

Κατάλαβα το μάλλον πρόστυχο υπονοούμενο του γέρου, αλλά δεν είπα τίποτα...εκείνη την ώρα...σκεφτόμουν!!! "Ήρθε η ώρα! Εμπρός! Βγάλε τον θυμωμένο οδηγό που κρύβεις μέσα σου, αυτόν που βλέπει τον άλλο να παρανομεί και σκυλοβρίζει, αυτόν που δε φοβάται να τα σπάσει όλα για χάρη του Νόμου, αυτόν που θα πει κι ένα "μαλάκας" παραπάνω, αυτόν...." Αλλά τίποτα. Σιωπή. Το στομάχι μου είχε αρχίσει να ανακατεύεται.

-Θα μου απαντήσεις ε;
-Τι θέλετε;
-Έρχεσαι να σου δείξω κάτι; Δεν είναι τίποτα, μην ανησυχείς!! Δεν πειράζω εγώ κανέναν, πειράζω; Μόνο η φατσούλα σου μ' αρέσει πολύ...

Του γύρισα την πλάτη.

-Έλα, τώρα..τι είπα; κάτι κακό; Μωρέ, σε πειράζω; Να σε δείξω θέλω!! Έρχεσαι λίγο να σε δείξω;;!

Σιωπή.

-Υπάρχει κάτι που δεν έχεις ξαναδεί; Θα τρομάξεις; Σε πείραξα μωρέ;

Πάλι σιωπή. Ο γέρος σώπασε για λίγο κι αυτός. Πιθανόν να ήθελε να με προκαλέσει. Έτσι, αφού με πλησίασε λίγο ακόμα (άκουσα τα βήματά του) είπε με μάλλον ειρωνικό ύφος:


-Τι έγινε, μωρό; Θα 'ναι η πρώτη σου φορά;
- Εσένα θα 'ναι η τελευταία σου έτσι και μ' ακούμπησες, κωλόγερε! Σα δε ντρέπεσαι ....στο διάολο!!

Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Δεν ξέρω τι τον πείραξε πιο πολύ... η απειλή της γέρικης σωματικής του ακεραιότητας; το οτι τον διαολόστειλα; το κωλόγερος; ή μήπως το "γέρος" πιο πολύ απο το "κωλό" (ε, αμ τον έθιξα τώρα με την ηλικία του!) Πάντως ο γέρος, μετά απο λίγα δευτερόλεπτα πρέπει να έφυγε...δεν ξέρω προς τα που πήγε, αλλά έφυγε, απο τα δεξιά, απο κει που 'ρθε δηλαδή...

Σιωπή πάλι. Κι ενώ έριχνα συνέχεια λοξές ματιές γύρω μου (μπας και μου επιτεθεί ο ανώμαλος δολοφόνος με τη μαγκούρα και μου ανοίξει το κεφάλι στα δύο), κάτι αυτοκίνητα διέσυχσαν τώρα το δρόμο...τα δυο πρώτα πέρασαν πολύ γρήγορα, σχεδόν δεν τα είδα..το τρίτο άρχισε να επιβραδύνει..όταν πέρασε απο μπροστά μου, μπόρεσα να δω τον οδηγό...τα φώτα στο αμάξι ήταν ανοιχτά και διέκρινα έναν νεαρό με όμορφο πρόσωπο να με κοιτάζει με βλέμμα παγωμένο και κοφτερό...Για να το αποφύγω (μιας και άρχισα να νιώθω περισσότερο κρύο στο σώμα μου) κοίταξα λίγο πιο κάτω απο το πρόσωπο του, στη θέση του συνοδηγού και κοκάλωσα..Σ' εκείνη τη θέση, είδα κάτι σύριγγες, πολλές σύριγγες με τις βελόνες τους, χωρίς όμως να είναι σε σακούλα ή κάτι παρόμοιο..εκείνη τη στιγμή πάγωσα για τα καλά, δεν ένιωθα καν τα πόδια μου, αλλά το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς, έκανε ένα σωρό συνειρμούς με τις σύριγγες όπως τα ναρκωτικά ή τους ψυχικά ασθενείς που κάνουν ενέσεις για να ηρεμήσουν ή τις χρησιμοποιούν για διάφορους άλλους σκοπούς...κι αυτός είχε ήδη παρκάρει το αυτοκίνητό του λίγο πιο μπροστά απο μένα και αφού βγήκε έξω, άρχισε να με πλησιάζει με γρήγορο βήμα...

-Ξέρεις κανένα φαρμακείο εδώ κοντά; Δεν ξέρω...πρέπει να υπάρχουν κάπου εδώ φαρμακεία...δείξε μου!!

Μα εγώ δεν άκουγα τίποτα πια...Είχα μείνει στήλη άλατος..το μόνο που θυμόμουν τώρα ήταν τα δυο προηγούμενα περιστατικά και η ταραχή μου μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Τον κοίταξα με μάτια που φανέρωναν άνθρωπο διαταραγμένο!

-Μη με πλησιάζεις!
- Άκου! Η γυναίκα μου δεν είναι καλά! Χρειάζομαι επειγόντως ένα φαρμακείο! Είναι άρρωστη!! Ξέρεις κανένα φαρμακείο εδώ κοντά;

Επίτηδες ή πάνω στην ταραχή του με πλησίασε ακόμη περισσότερο και μου έπιασε το χέρι..τόσο κρύα η παλάμη του...

-Έλα μαζί μου...πρέπει να μου δείξεις!!
-Άσε με, θα βάλω τις φωνές!
-Μα, πρέπει να μου δείξεις!!!
-Παράτα με!

Ο άντρας δεν ξαναμίλησε. Βλέποντας τη συμπεριφορά μου, άρχισε να απομακρύνεται με την όπισθεν με αργά, αλλά σταθερά βήματα, κοιτάζοντάς με στα μάτια με μια έκπληξη και αυστηρότητα μαζί, αλλά και με λύπη, μια λύπη που θόλωνε το βλέμμα του, ενώ εμένα με στοίχειωνε όλο και περισσότερο, βαραίνοντας την ψυχή μου λες και μόλις έκανα κάτι τρομακτικό, απάνθρωπο. Όταν συνήλθα κάπως και αντιλαμβανόμουν τι εστί κουκί, εκείνος είχε ήδη φύγει με το αυτοκίνητό του, απλά, σαν να μην συνέβη τίποτα. Σε λίγο ήρθε και το λεωφορείο...

Μπήκα μέσα πανικόβλητη...σκεφτόμουν τα πάντα κι όμως οι σκέψεις μου ήταν κενές, άδειες...θυμήθηκα τα παιδιά....τον παππούλη...τον άντρα...Και τι ένιωθα; Για τα παιδιά ένιωθα θυμό...ήταν μόνο παιδιά, αλλά η οργή μου δεν ελαττωνόταν διόλου. Για τον γέροντα που μου την έπεσε ένιωθα αηδία, μια απερίγραπτη φρίκη...για τον άντρα ένιωθα απλά..λύπη! Ήταν σκοτεινά, αλλά ορκίζομαι οτι την είχα είδα τη θλίψη στα μάτια του κι έλεγα "Θεέ μου, πώς μπόρεσα; Ας έλεγα οτι απλά δεν ήξερα κανένα φαρμακείο εκεί κοντά..την αλήθεια...οτι δεν γνώριζα την περιοχή εκείνη καλά..και ίσως τις σύριγγες να τις χρειαζόταν πράγματι για τη γυναίκα του, τη στιγμή που το μυαλό μου τόσο ανόητα κάλπαζε σε άλλα σκοτεινά τοπία....Ας ξέχναγα τα νιάνιαρα και τον άλλο, τον γκαβούλιακα...επειδή αυτοί με πλησίασαν με αυτόν τον "κακό", τον πρόστυχο τρόπο, δεν σημαίνει οτι και ο νέος είχε κάτι στο μυαλό του..ίσως, απλά, σαν άνθρωπος ζητούσε πραγματικά βοήθεια...μα, ναι...είπε κάτι για τη γυναίκα του...ίσως ήθελε μόνο βοήθεια, απλά βοήθεια απο έναν άλλο άνθρωπο...






Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα

Και συνεχίζεις....



Μη κοιτάζεις τ'άστρα στην αυγή τους
αυτή η στιγμή δεν είναι δική τους
παρά μια ανάσα τ' ουρανού.


Ρίξε το βλέμμα σου κι απόψε
όταν θα πεις στον ήλιο "Διώξε
τους συνωμότες του Θεού"
Στη νύχτα ψάχνεις την κρυψώνα σου να βρεις
σαν να 'ναι το ένα μας ένα λάθος της στιγμής,
μικρή μου, δεν ξέρεις τι ζητάς.
Άσε τη θέρμη να σ' αγγίξει
τις έγνοιες σου για να τυλίξει
και δες, ο ήλιος γδύνεται για μας!
Γύρισε τον κόσμο στα ροζ σεντόνια
κι ύστερα φούσκωσε μπαλόνια,
θα έχεις κάτι να μας πεις.
Μίλα στους μικρούς ταξιδευτές
και σ' όσους σε πλήγωσαν εχθές
όσα δε θέλησες να δεχθείς.




Μονάχα αν δώσεις κι αν δωθείς,
αν αγαπήσεις κι αγαπηθείς
φυτεύεις το σπόρο της ζωής
και συνεχίζεις....

Το ποτ πουρί της ημέρας

Ανεβαίνω τις σκάλες γρήγορα για να προλάβω να μπω στην τάξη....δε θέλω να πάρω άλλες μονόωρες απουσίες, θέλω; Αλλά ποιός ανεβαίνει πάλι τρίτο; Ωχ, γαμώτο, σήμερα δεν είναι που παρουσιάζουν Ελύτη στο εργαστήριο στον πρώτο; Φτού γαμώτο! Άντε, κατέβα πάλι σκάλες!Όπα...η αγγλικού...

-Καλημέρα.

........

Δε μου απάντησε...δε θα μ'άκουσε μάλλον...η βροχή σταμάτησε, αλλά οι άνθρωποι ακόμη δεν ακούνε...τι περίεργο!






Χμ....άλφα νι ίσον...δυο επί νι στο τετράγωνο συν νι μείον τρία προς νι συν ένα....ακολουθίες σου λέει...άλγεβρα...σκατά! Λέω να βγάλω το τετράδιο μου, μπας και μου 'ρθει καμιά φλασιά να γράψω...πλησιάζουν τα γενέθλια του...δε μπορεί...ίσως γράψω τίποτα.....






Αχ..!! Τάξη μου, ταξούλα μου! Τι ζεστά που είν' εδώ! Η γυμνάστρια μόνο παρουσίες πήρε αυτή τη φορά και είδε ποιοί φορούσαν τζινάκια....τους υπόλοιπους μας άφησε να παίξουμε μπαλίτσα...το κολητούδι έτρεξε μετά χαράς να παίξει ποδόσφαιρο, αλλά εγώ σαν νιάτο γεμάτο δύναμη και ζωή ανέβηκα τρεις ολόκληρους ορόφους για να κάτσω πάλι στην ίδια, ζεστή και ποθητή καρεκλίτσα που κάθομαι πάντα. Χμ....μετά έχουμε "Αντιγόνη"... Μια χαρά. Ξάπλα. Για να βγάλω το τετράδιο μπας και γράψω τίποτα...Ε, μα σου 'ρχεται έμπνευση με τους κωλοαριθμούς και τα τετράγωνα??! Μόνο εαν ερωτευόταν μια ακολουθία τη γεωμετρική πρόοδο....εκεί μπορεί και να 'χε πράμα να γράψω.......Οι άλλοι εδώ τι κάνουν άραγε;

-Ρε μαλάκα, δοκάρι πήγε! Τόσο γκαντέμηδες οι βάζελοι!! Δέκα σουτ κι ούτε ένα γκολ! Το πουλί!

-Χρόνια πολλά, Ελενα! Ό,τι επιθυμείς! Ιχθείς δεν είπαμε οτι είσαι; Να ζήσεις!

- Κατέβα λίγο να σε δω...όπως κι αν είσαι σ' αγαπώωωω....δε θέλει ρούχα η καρδιά να της φορέσειιιςςς......α, ρε Πλούταρχε που μας αφήνεις και φεύγεις!!! Φεύγεις απ' το REX και πού θα σε βλέπουμε τώρα??!!

- Ναι, ρε σου λέω...παίρνει αντισυληπτικά και δε το λέει!!Τι πρόβλημα, ρε για την πάρτη της το κάνει, ενώ δεν κάνει να παίρνει...ναι σου λέω....



Και μερικοί άλλοι έπαιρναν τηλέφωνα για...πλάκα!

- ...5987...Ναι, ο αριθμός είναι ενός τύπου που γνώρησα σε πάρτυ...όχι, καλέ που να με θυμάται τώρα...αλλά σίγουρα είχε what's up.... πάρε να σπάσουμε πλάκα...Ε,ΕΣΕΙΣ ΕΚΕΙ, ΒΑΛΤΕ ΤΟ ΣΚΑΣΜΟ, ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΤΗΛΕΦΩΝΟ!!.................Σουτ, ησυχία! Εσύ μίλα!

-Έλα, ρε, πού είσαι; Τι λες, ρε; Που σε περιμένω μια ώρα τώρα!! Τι ποιά είμαι, ρε η Τούλα είμαι! Ρε, Σάκη, δε με θυμάσαι; Έλα, που σε περιμένω μια ώρα τώρα, άργησες! Τι;;! Δεν είσαι ο Τάκης;! Τι ποιά είμαι ρε, η Τούλα είμαι σου λέω! Δε με θυμάσαι;! Ναι αλήθεια! Ρε......μου το κλεισε στα μούτρα ο μαλάκας! Άντε, βρείτε κανέναν άλλο...κανέναν σπαστικό...Γιατί ρε...φάση έχει...


Τι χαζομάρες που κάνουνε...ο καθένας στον κόσμο του....ο καθένας με τη μαλακία του....ώρες ώρες αναρωτιέμαι ποιός τελικά είναι ο πραγματικός ηλίθιος, εγώ που κάθομαι σαν την καλόγρια στην ακρούλα και δεν πειράζω μύγα ή αυτοί με τις όλο ζωντάνια μαλακίες τους...;! Δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους...ούτε καν τους συνομήλικους...






Επιτέλους σπίτι.

- Γειά.

-Α, ήρθες;

Δεν περίμενα ν' ακούσω και τίποτα πιο λογικό, πιο πρωτότυπο, πιο θερμό, πιο καλοσυνάτο...Αφήνω την τσάντα στο γραφείο και πάω να βρω κάτι να φάω...μόνη. Όπως πάντα, όλοι κλεισμένοι στον μικρόκοσμο τους με τις τηλεοράσεις και τα τηλεκοντρόλ στο χέρι. Κι εγώ μόνη ακόμη να ψάχνω στην κουζίνα...δε μαγείρεψαν...άρχισε και η νηστεία...λίγο ψωμί με μαρμελάδα είναι οκ....





Άνοίγω την τηλεόραση. Χμ...το σκάι έχει ακόμη αυτό το σόου με το "Επόμενο Τοπ Μόντελ Της Αμερικής"...πω....τι αδύνατες...θα βγάλω το ψωμάκι που με τόσο κόπο βρήκα, έτσι και συνεχίσω να το βλέπω...ε, μα αυτές να ναι έτσι κι εγώ με τόσες θερμίδες που παίρνω ΤΟΣΗ θα γίνω...Τι έχει στα άλλα κανάλια; Μιμή Ντενίση....σιγά μη βλέπω αυτή......αλλάζω...μπούρδες....μπούρδες....οπ, ο χοντρούλης τι δουλειά έχει να τρέχει σαν παλαβός γύρω απο τη λίμνη; Γυμναστική θα κάνει! Σαλατίτσα και γυμναστική έτσι, χοντρούλη; Έτσι μπράβο...Ε, εδώ με τελειώσανε! Η Έφη vs Λαζόπουλος στη Λαμπίρη πάλι...έλεος ρε κοπελιά! Ε, μα στο καλό! Το κλείνω!






Μόλις ήρθα απο το ωδείο...δυο ώρες έκατσα σήμερα, όμωςδεν έχω καμία όρεξη να μείνω σπίτι..... ο καιρός είναι βροχερός και κάνει κρύο, μα δε μπορώ να μείνω πάλι μέσα...Μα ποιόν να πάρω τηλέφωνο θα μου πεις; Σαμπώς θα μ' αφήσουν να βγω..;; "Κάνε μαθήματα" θα τρίξει η πόρτα...και μετά οι φίλες δε μπορούν....η μια θέλει 18, 5 χιλιάδες μόρια για να περάσει πανελλαδικές του χρόνου και διαβάζει....η άλλη δε θα χει όρεξη...η τρίτη έχει κι αυτή προβλήματα....χμ....τι θα κάνω; ΟΧΙ, οχι δε πάω πάλι στη γιαγιά να με αρχίσει στα γλυκά και τις σοκολάτες! Νηστεία έχουμε...κάνε κράτη να χάσεις και κανα κιλό! Κακό δεν κάνει, κάνει;! Μάλλον θα κάνω μαθήματα....αλλά κι αυτά δε....προτιμώ να διαβάσω Meyer....


Κι έτσι παραδίνομαι....


Γειά σου φίλε μου! Για να δούμε τι έχουμε εδώ....κανένα mail; χμ...ναι....να μιλήσουμε και σε κανέναν...να βάλουμε και λίγη μουσικούλα....μια χαρά...αυτά είναι....η αγαπημένη μου παρέα....Αργότερα μάλλον θα δω τον Καριώ....και μετά θα δω τι έχω στα λατινικά...και μάλλον πιο μετά θα πέσω για ύπνο.

Ζητείται τίτλος 2




Καρποί, ρίζες και κοτσάνια...
όλοι σε ένα κολυμπάμε, όλοι σε μια χύτρα...

Δημιουργέ Εσύ της πλάσης που γυρνάμε
ειδές τι γένναται στη μήτρα
που μας όρισες να διαβούμε;
Στις παράλογες των ανθρώπων φάσεις
τι εστί ελπίζειν και πιστεύειν
όταν ο άνθρωπος άνθρωπο γυρεύει
για να θρέψει τη στιγμή;;
Σαν αθώος άδικα πεθαίνει
η Θεία Νέμεσις Σου αργεί
και στου χεριού Σου το δρόμο φλυαρεί.
Κι έτσι,
του περίλυπου παιδιού Σου
απορίας όνειρο ανασαίνει,
αν έστω και λιγάκι αξίζει
που η κυρία Σου επιμένει...

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Στο πι και σι



"Computers used to take up entire buildings, now they just take up our entire lives."



Ένα pc όσα αγάπησα.

Λόγια...
Σκέψεις...
Ιδέες...
μπούκωσαν το μυαλό, γκρέμισαν τ' άπειρο
κι ακόμη σε θαμπώνουν.


Φίλος για όλες τις δουλειές,
πάντα εκεί όταν χρειάζεσαι.
Και μόλις γυρίσεις απ' το μέρος
να κλάψεις, που σε πικράναν οι κακοί,
στο σπίτι μπαίνεις με το 'να βήμα
και με τ' άλλο βρέχεις τα κουμπιά.

Όσο για μοιρασιές, δεν ακούω τίποτα!
Μας, Μας, Μας!
Κι οι φίλοι Μας είναι.
Τι να πεις πιστέ φίλε;
Σάμπως ζηλεύεις....

Όλα τα ξέρεις, καλωδιωμένε,
(πως λέμε προκομένε!)
Τίποτα δεν είχα ποτέ να σου διδάξω.
Τι θα μπορούσα, άλλωστε,
εγώ το ανθρωπάκι;;!

Μόνο πρόσεχε, δικιέ μου,
μη με τρομάζεις και πολύ
με το θόρυβο που κάνει η μηχανή σου,
μη σηκωθώ καμιά μέρα
και σου φύγω!

seventeen


Άνοιξα τα μάτια μου και πάλι.
Ο ύπνος γλυκύς
τράβηξε τα βλέφαρά του απ' τη
μαυρίλα,
που μπαστακωμένη τεντωνόταν,
τιναζόταν στον ήλιο.

Εις μάτειν.


Ο ήλιος, λένε, ανατέλει για όλους
κι όμως για ένα εικοσιτετράωρο ακόμη
γυρίζω αλλού το φως μου.
Το φως μου κι ο ήλιος βασιλεύουν
τουταύτη μέρα,
ζυγώνουν ο ένας τον άλλο
δειλιάζουν, παλεύουν, αγκομαχούν
μα στο τέλος κανένας δεν πεθαίνει.
Ίσα, ίσα που το βράδυ ξεκουράζονται
ο ήλιος στα βουνά, το μαύρο στα μάτια.
Τότε ξεκουράζομαι κι εγώ
κι εσείς κι όλοι, μα πιο πολύ εγώ.
Δεν είμαι του νυχτολούλουδου ρημάχτρα,
μήτε της σελήνης ξελογιάστρα,
κοιτώντας τη να γυαλίζω το γυαλί.
Είμαι η ερωμένη του ήλιου,
αυτόν προσμένω κάθε μου.
Γιατί πώς θα μπορούν να μ' αγγίξουν,
αν δε μπορούν πρώτα να με δουν;
Χορταίνει ο κόσμος αθώα φαντασία
βουτηγμένη στα τάρταρα,
παιδιού το φάντασμα γεννάει,
μα μη γελιέσαι.
Έπαψαν καιρό να βαράνε οι κουδουνίστρες.
Τα χιόνια λιώνει το αίμα,
μίγμα αισχρό κυκλοφορεί.
Κι έτσι σηκώνομαι.
Βρίσκω χτένες και βούρτσες
και ρούχα καθαρά και πετσέτες,
μα δε τα νιώθω.
Ο ήλιος το πρόσωπο θ' απαλύνει,
τη φιγούρα θα ψηλώσει,
αρκεί πρώτα να με δουν.
Και δρασκελίζω.
Ρούχα σκόρπια η ματιά μου,
μούχλα το ψωμί μας στολίστηκε,
καημενούλι, στη φούχτα του παρέμεινε.
Τούτος ο άρτος μας στερείτο
απο αγαπησιάρικες φωνές, απο στόματ' άδεια.
Μόνο καυγάδες και σπρωξίματα και βρισιές
και σκέψεις, μαύρες σκέψεις κουβαλά.
Κλείνω τα μάτια πάλι'όχι απο νύστα.
"Λίγες οι νύχτες που μ' αρέσαν
"Να ξεχάσω πάλι θέλω, να μη θυμάμαι,
η εικόνα του νου να ξεγραφτεί...
Κι έτσι τ' ανοίγω πάλι.
Στέκομαι μπροστά στις κάμαρες
της σκεπής μου κι απορώ:
"Πώς τάχα φτάσαμ' ως εδώ;"
Χα, εικοτολογίες τρίτων.
Παίρνω τη σάκα μου κι απόψε
για ν' ανοίξω το χορό.



Ζητείται τίτλος 1

Έρημοι τύποι οι άνθρωποι,
δήθεν μας αγαπάνε.
Μόνο γελούν στους ίσκιους μας,
μα μέσα δε κοιτάνε."

13 Δεκεμβρίου






Μια βδομάδα πέρασε
αφ' ότου η ψυχή του ανεμοδέρνεται ανάμεσά μας...
θαρρείς η σφαίρα που σκότωσε
τρύπησε την καρδιά μας...


Κι όμως, η ψυχή του ακόμα περιφέρεται
στις σκιές
αφήνοντας το χνώτο της στις φτηνές ματιές
του σήμερα...



Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008



Ταινίες

Ταινίες ξεδιάντροπες, χρυσοθήρες
γι' απαγορευμένους έρωτες μιλάνε
παίζουν με την πείνα σου.
"Δε γίνεται να 'μαστε μαζί"
κράζουν στ' ανήμερα σκοτάδια.


Κι όλο παίζουν με τη δίψα σου,
τη στιγμή που σα ζητιάνος
εκλιπαρείς για λίγη ζέστα,
λίγη λάσκα, λίγη προσοχή.



Αγκαλιές αθώες μοιράζουν,
μα και κρεβάτια πρόστυχα
παρμένα απ' τ' αλαβάστρινα
μνήματα των πόθων.



Κι όλο παίζουν μαζί σου
ζωντάνια σου χαρίζουν ολιγόλεπτη
μεσ' απο χρώματα φανταχτερά
αφήνοντας για το τέλος
να σε κρύβει η μοναξιά.

Η Μούσα μας




Πολύτεκνη Μούσα των ανθρώπων
συ που ξεκουράζεις, συ που θεριεύεις
συ που θανατώνεις, συ που ζωντανεύεις
συ που θεική απόλαυση σε θνητούς χαρίζεις.
Μάνα εσύ, μα και παιδί δικό μας
δέξου ακόμη έν' ορφανό στην αγκάλη σου.
Να το ποτίζεις στα κρυφά, να τ' οδηγείς στα ξένα.
Στο λαβύρινθο των λευκών σου
δωματίων περιπλανιέμαι,
χρώματα και ήχους και μουσική διακοσμω μελάνι'
μαύρη στης αυγής το σούρουπο.
Ποιητής δεν ήμουνα, δε θα γενώ ποτέ μου
κι όμως ποίηση η τροφή των εσώψυχών μου
γάζα σε πληγές ολάνοιχτες
και καταφύγιο στων ονείρων φόνους.
Γι' αυτό και μόνο μη μ' αποστρέφεσαι
δέξου με σαν παιδί δικό σου,
όπως τους δέχτηκες Μεγάλους Βασιλιάδες
κι ας είμ' εγώ υπηρέτης στα πόδια τους.
Κράτα με σφιχτά, γερά στο τιμόνι σου
ν' αντέξεις στεναγμούς και λάβα φαρμακερή.
Βάστα με τρυφερά, σα βρέφος νανούρισέ με,
μα σαν έρθ' η ώρα ξύπνα με, ξύπνα με
για το ταξίδι στείλε με μ' ευχές
το μαύρο κι άσπρο δώσε μου
να με φωτίζει σα φάρος στα σκοτάδια
καθώς για σένα βροντοφωνάζω προσευχές.